Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πολύτρητος

См. также в других словарях:

  • πολύτρητος — much pierced masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύτρητος — η, ο / πολύτρητος, ον, ΝΑ, ποιητ. τ. πουλύτρητος, ον, Α (για αυλό, στραγγιστήρι, κηρήθρα ή και για τους πνεύμονες) αυτός που φέρει πολλές οπές, ο διάτρητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τρητός (< τετραίνω «τρυπώ»)] …   Dictionary of Greek

  • πολύτρητον — πολύτρητος much pierced masc/fem acc sg πολύτρητος much pierced neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτρήτοιο — πολύτρητος much pierced masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτρήτοις — πολύτρητος much pierced masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτρήτοισι — πολύτρητος much pierced masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτρήτοισιν — πολύτρητος much pierced masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτρήτου — πολύτρητος much pierced masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτρήτους — πολύτρητος much pierced masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτρήτων — πολύτρητος much pierced masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτρήτῳ — πολύτρητος much pierced masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»