Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κατάτρησις

См. также в других словарях:

  • κατάτρησις — aperture fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατρήσεις — κατάτρησις aperture fem nom/voc pl (attic epic) κατάτρησις aperture fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατρήσεσι — κατάτρησις aperture fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατρήσεσιν — κατάτρησις aperture fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάτρηση — (AM κατάτρησις) [κατατιτρώ] διάτρηση, τρύπημα, διάνοιξη οπών …   Dictionary of Greek

  • κατατρήσεων — κατατρήσεω̆ν , κατάτρησις aperture fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»