-
1 κατατρησις
-
2 κατάτρησις
κατάτρησιςaperture: fem nom sg -
3 κατάτρησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάτρησις
-
4 κατάτρησις
κατά-τρησις, ἡ, das Durchbohren; das Loch -
5 κατατρήσεις
κατάτρησιςaperture: fem nom /voc pl (attic epic)κατάτρησιςaperture: fem nom /acc pl (attic) -
6 κατατρήσεσι
κατάτρησιςaperture: fem dat pl -
7 κατατρήσεσιν
κατάτρησιςaperture: fem dat pl -
8 κατατρήσεων
κατατρήσεω̆ν, κατάτρησιςaperture: fem gen pl -
9 κατατίτρησις
A = κατάτρησις, Crito ap. Gal.13.883.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατατίτρησις
См. также в других словарях:
κατάτρησις — aperture fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατατρήσεις — κατάτρησις aperture fem nom/voc pl (attic epic) κατάτρησις aperture fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατατρήσεσι — κατάτρησις aperture fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατατρήσεσιν — κατάτρησις aperture fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάτρηση — (AM κατάτρησις) [κατατιτρώ] διάτρηση, τρύπημα, διάνοιξη οπών … Dictionary of Greek
κατατρήσεων — κατατρήσεω̆ν , κατάτρησις aperture fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)