Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

σπλάγχνα

См. также в других словарях:

  • σπλάγχνα — τα, Ν βλ. σπλάγχνο …   Dictionary of Greek

  • σπλάγχνα — σπλάγχνον inward parts neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπλάγχν' — σπλάγχνα , σπλάγχνον inward parts neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπλάγχνο — το / σπλάγχνον, ΝΜΑ, και σπλάχνο Ν και σπλάγχανον Α 1. συν. στον πληθ. τα σπλάγχνα α) τα όργανα τού σώματος που βρίσκονται μέσα στις μεγάλες κοιλότητες τού οργανισμού, στην κρανιακή, στη θωρακική, στην κοιλιακή και στην πυελική β) τα σωθικά,… …   Dictionary of Greek

  • σπλαγχνικός — ή, ό / σπλαγχνικός, ή, όν, ΝΜΑ, και σπλαχνικός Ν [σπλά(γ)χνο(ν)] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα σπλάγχνα (α. «σπλαγχνική αντίδραση» β. «σπλαγχνικὰ φάρμακα», Διοσκ.) νεοελλ. 1. ευσπλαγχνικός, οικτίρμονας («σπλαχνικός πατέρας») 2. (για λόγους)… …   Dictionary of Greek

  • εντόσθιος — (AM ἐντόσθιος, ον) (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εντόσθια 1. τα σπλάγχνα που βρίσκονται μέσα στην κοιλιακή κοιλότητα τού ανθρώπου ή τών ζώων, σωθικά 2. (ειδ.) τα σπλάγχνα αρνιού ή η κοιλιά, το συκώτι και η καρδιά τών πουλιών που τρώγονται 3. μτφ. τα …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόσπλαγχνος — μεγαλόσπλαγχνος, ον (Α) 1. αυτός που έχει μεγάλο το υπογάστριο 2. αυτός που έχει μεγάλα σπλάγχνα 3. αυτός που προκαλεί εξόγκωση στα σπλάγχνα («οἶνος μεγαλόσπλαγχνος σπληνὸς καὶ ἥπατος», Ιπποκρ.) 4. μεγαλόψυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + σπλάγχνα …   Dictionary of Greek

  • σπλαγχνεύω — Α [σπλάγχνα] 1. τρώω τα σπλάγχνα τού σφαγίου μετά από τη θυσία («ἐπὴν... λύπῇ θύοντας καὶ σπλαγχνεύειν ἐπιθυμῇ», Αριστοφ.) 2. μαντεύω από τα σπλάγχνα τών σφαγίων («ἐσπλάγχνευον ἀναφθεγγόμεναι νίκην τοῑς οἰκείοις», Στράβ.) 3. (το παθ.)… …   Dictionary of Greek

  • VISCERA — Graece σπλάγχνα, Veteribus proprie, quidquid inter cutem et ossa, seu quidquid sub corio est, ut ait Servius, ad illud l. 1. Aen. v. 215 Tergora diripiunt costis, et Viscera nudant. Unde visceratio, ἡ κρεωδαισία, de qua postea: et viscera membra… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επίπλοον — και επίπλουν, το ή επίπλοος και επίπλους, ο (Α ἐπίπλοον και ἐπίπλουν ή ἐπίπλοος και ἐπίπλους) ανατ. το δέρτρον*. ο λιπώδης υμένας που καλύπτει την κοιλιά και τα σπλάγχνα, κν. σκέπη, μπόλια, τσίπα νεοελλ. ονομασία τών διπλώσεων τού περιτοναίου που …   Dictionary of Greek

  • μικρόσπλαγχνος — μικρόσπλαγχνος, ον (Α) αυτός που έχει μικρά σπλάγχνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + σπλάγχνα (πρβλ. εύ σπλαγχνος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»