-
1 παστήρια
См. также в других словарях:
παστήρια — feast on sacrificial meats neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παστήρια — τὰ, Α 1. ευωχία με το κρέας τής θυσίας 2. (κατά τον Ησύχ.) «σπλάγχνα τὰ ἐντόσθια κοιλία». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πασ τού πατέομαι «γεύομαι, τρώω» (πρβλ. μέλλ. πάσομαι) + επίθημα τήριον (πρβλ. τελεσ τήριον)] … Dictionary of Greek