-
1 σπαθητος
-
2 σπαθητός
-
3 σπαθητός
-
4 σπαθητός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπαθητός
-
5 καιρο-σπάθητος
καιρο-σπάθητος, Hermipp. bei Suid. s. v. ἀνϑέων, von καῖρος, gewebt.
-
6 εὐ-σπάθητος
εὐ-σπάθητος, wohlgewebt, Hesych. v. τρίμιτον.
-
7 λεπτο-σπάθητος
λεπτο-σπάθητος, fein gewebt, χλανίδια, Soph. bei Plut. Symp. 6, 6, 2.
-
8 ἀ-σπάθητος
ἀ-σπάθητος, nicht gewebt, χλαῖνα Soph. frg. 849, VLL. δορὰ ἀνύφαντος. Bei Dion. Hal. Epit. 16, 7 φάλαγξ, nicht dicht.
-
9 σπαθητόν
σπαθητόςstruck with the: masc acc sgσπαθητόςstruck with the: neut nom /voc /acc sg -
10 σπαθίς
-
11 σπαθᾱτός
-
12 λεπτοσπαθητος
-
13 σπαθητοίς
-
14 σπαθητοῖς
-
15 καιροσπάθητος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καιροσπάθητος
-
16 λεπτοσπάθητος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεπτοσπάθητος
-
17 σπαθατός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπαθατός
-
18 ἀσπάθητος
ἀ-σπάθητος, nicht gewebt; φάλαγξ, nicht dicht -
19 εὐσπάθητος
-
20 λεπτοσπάθητος
См. также в других словарях:
σπαθητός — ή, όν και δωρ. τ. σπαθατός, ά, όν, Α [σπαθῶ] 1. (για ύφασμα) πυκνά υφασμένος, κρουστός 2. (κατά τον Ησύχ.) «σπαθητόν γυναικεῑον» … Dictionary of Greek
σπαθητόν — σπαθητός struck with the masc acc sg σπαθητός struck with the neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαθητοῖς — σπαθητός struck with the masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καιροσπάθητος — καιροσπάθητος, ον (Α) πυκνά υφασμένος, στερεός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καῖρος «τα νήματα τού στημονιού τού αργαλειού» + σπάθητος (< σπαθῶ «υφαίνω σφιχτά»), πρβλ. ευ σπάθητος, λεπτο σπάθητος] … Dictionary of Greek
λεπτοσπάθητος — λεπτοσπάθητος, ον (Α) υφασμένος με λεπτό τρόπο, λεπτοϋφασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + σπαθητός (< σπαθῶ, άω < σπάθη), πρβλ. ευ σπάθητος, καιρο σπάθητος] … Dictionary of Greek
ευσπάθητος — εὐσπάθητος, ον (Α) ο υφασμένος προσεκτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σπαθητός (< σπαθώ «κτυπώ το στημόνι με τη σπάθη τού αργαλειού»)] … Dictionary of Greek
σπαθατός — ά, όν, Α (δωρ. τ.) βλ. σπαθητός … Dictionary of Greek