-
1 τρίμιτον
τρίμιτοςthree-threaded: masc /fem acc sgτρίμιτοςthree-threaded: neut nom /voc /acc sg -
2 τρί-μιτος
τρί-μιτος, aus drei Aufzugsfäden gemacht, übh. dreifädig, dreidrähtig, auch daraus gewebtes Zeug, dreidrähtige Leinwand, Drillig, lat. trilicium; ὁ τρίμιτος, ein Kleid von Drillig, Cratin. bei Poll. 7, 58. 76; eben so τὸ τρίμιτον, u. dim. τὸ τριμίτιον, Poll. 7, 165 u. a. VLL.
-
3 εὐ-σπάθητος
εὐ-σπάθητος, wohlgewebt, Hesych. v. τρίμιτον.
-
4 εὐσπάθητος
A closelywoven, Hsch. s.v. τρίμιτον: prob. l. for εὐσπάρτεος, Id. [full] εὐσπαλές (- εύς cod.): εὐτελές, Id. [full] εὐσπάρτεος ἱστός· οὗ μήτε ἀραιὸς μήτε πυκνὸς ὁ στήμων τυγχάνει, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐσπάθητος
-
5 τρίμιτος
τρῐμῐτ-ος, ον,A three-threaded, i. e. perh. made of drill,δελματικὴ.. τρίμιτος Edict.Diocl.19.28
, cf. IGRom.3.228 ([place name] Pessinus); but used of felt shoes (dub. sens.) in Lysipp.3.II as Subst., τρίμιτος, ὁ, or τρίμιτον, τό, garment of drill or ticking, Cratin. Jun.5, cf. Poll.7.78: [var] Dim. [full] τριμίτιον, Id.6.165; cf. τριμίσκον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρίμιτος
См. также в других словарях:
τρίμιτον — τρίμιτος three threaded masc/fem acc sg τρίμιτος three threaded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίμιτος — η, ο / τρίμιτος, ον, ΝΑ (για ύφασμα) ο κατασκευασμένος από τρίκλωνο νήμα αρχ. (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ὁ τρίμιτος, τὸ τρίμιτον είδος ενδύματος κατασκευασμένου από ύφασμα με τρίκλωνο νήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + μίτος «νήμα, κλωστή» (πρβλ. ἑπτά… … Dictionary of Greek
τριμίτιον — τὸ, Α [τρίμιτος] υποκορ. τού τρίμιτος ή τού τρίμιτον … Dictionary of Greek