-
1 ύφασμα
-
2 ὕφασμα
-
3 ὕφασμα
-
4 υφασμα
-
5 ὕφασμα
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὕφασμα
-
6 ὕφασμα
ὕφασμα, τό, das Gewebe -
7 ύφασμα
το материя, ткань;πλ.
ткани; — мануфактура (уст.) μεταξωτό (μάλλινο) ύφασμα — шёлковая (шерстяная) ткань -
8 ὕφασμα
-ατος τό N 3 4-2-0-1-0=7 Ex 28,8.17; 36,17.28(39,10.21); Jgs 16,14Cf. LE BOULLUEC 1989 68.283 -
9 ὕφασμα
-
10 ύφασμα
kumaş, bez -
11 ύφασμα
1) étoffe2) linge3) tissu -
12 ύφασμα
1) materiał (m) rzecz.2) płachta (f) rzecz.3) sukno (n) rzecz.4) ścierka (f) rzecz.5) tkanina (f) rzecz.6) tworzywo (n) rzecz. -
13 ύφασμα
1) látka2) materiál3) tkanina4) tkanivo -
14 ύφασμα
1) cloth2) materialΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ύφασμα
-
15 παρ-ύφασμα
παρ-ύφασμα, τό, = Folgdm, Sp.
-
16 συν-ύφασμα
συν-ύφασμα, τό, das Zusammengewebte, Sp.
-
17 ἐν-ύφασμα
ἐν-ύφασμα, τό, das Eingewebte, D. Sic. 17, 70.
-
18 ἐξ-ύφασμα
ἐξ-ύφασμα, τό, das (vollendete) Gewebe, κερκίδος Eur. El. 539; Sp.
-
19 υφάσμαθ'
ὑφάσματα, ὕφασμαwoven robe: neut nom /voc /acc plὑφάσματι, ὕφασμαwoven robe: neut dat sgὑφάσματε, ὕφασμαwoven robe: neut nom /voc /acc dual -
20 ὑφάσμαθ'
ὑφάσματα, ὕφασμαwoven robe: neut nom /voc /acc plὑφάσματι, ὕφασμαwoven robe: neut dat sgὑφάσματε, ὕφασμαwoven robe: neut nom /voc /acc dual
См. также в других словарях:
ὕφασμα — woven robe neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύφασμα — το / ὕφασμα, άσματος, ΝΑ [ὑφαίνω] το αποτέλεσμα τού υφαίνω, προϊόν που κατασκευάζεται με τη διαπλοκή κάθετων μεταξύ τους νημάτων σε υφαντικό ιστό, σε αργαλειό … Dictionary of Greek
ύφασμα — το, ατος καθετί που κατασκευάζεται με πλέξιμο νημάτων στον αργαλειό, ό,τι υφαίνεται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δαμάσκο — Ύφασμα γυαλιστερό και λείο που κατασκευάζεται συνήθως με μεταξωτές κλωστές. Το σχέδιο, που δίνεται με την ύφανση και όχι με το χρώμα, επιτυγχάνεται από την αντίθεση ανάμεσα στο στημόνι και στο υφάδι, που προκαλείται με την αντανάκλαση του φωτός… … Dictionary of Greek
βελούδο — Ύφασμα χνουδωτό το οποίο χρησιμοποιείται ευρύτατα στην κατασκευή ενδυμάτων, στην επίστρωση επίπλων και γενικά στη διακόσμηση εσωτερικών χώρων. Αποτελείται από δύο στοιχεία: το ύφασμα της βάσης και το χνούδι. Το β. μπορεί να παραχθεί από νήματα… … Dictionary of Greek
ὕφασμ' — ὕφασμα , ὕφασμα woven robe neut nom/voc/acc sg ὕ̱φασμαι , ὑφάζω perf ind mp 1st sg ὕ̱φασμαι , ὑφαίνω weave perf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφασμάτων — ὕφασμα woven robe neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφάσμασι — ὕφασμα woven robe neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφάσμασιν — ὕφασμα woven robe neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφάσματα — ὕφασμα woven robe neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφάσματι — ὕφασμα woven robe neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)