-
1 σπαθητοίς
-
2 σπαθητοῖς
См. также в других словарях:
σπαθητοῖς — σπαθητός struck with the masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 σπαθητοίς
2 σπαθητοῖς
σπαθητοῖς — σπαθητός struck with the masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)