Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λεπτοσπάθητος

См. также в других словарях:

  • λεπτοσπάθητος — λεπτοσπάθητος, ον (Α) υφασμένος με λεπτό τρόπο, λεπτοϋφασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + σπαθητός (< σπαθῶ, άω < σπάθη), πρβλ. ευ σπάθητος, καιρο σπάθητος] …   Dictionary of Greek

  • λεπτοσπαθήτων — λεπτοσπάθητος fine woven masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»