-
1 λεπτοσπαθητος
-
2 λεπτοσπάθητος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεπτοσπάθητος
-
3 λεπτοσπάθητος
-
4 λεπτοσπαθήτων
λεπτοσπάθητοςfine-woven: masc /fem /neut gen pl
См. также в других словарях:
λεπτοσπάθητος — λεπτοσπάθητος, ον (Α) υφασμένος με λεπτό τρόπο, λεπτοϋφασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + σπαθητός (< σπαθῶ, άω < σπάθη), πρβλ. ευ σπάθητος, καιρο σπάθητος] … Dictionary of Greek
λεπτοσπαθήτων — λεπτοσπάθητος fine woven masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… … Dictionary of Greek