-
1 χλανίδια
χλανίδιονa woman's mantle: neut nom /voc /acc pl -
2 λεπτο-σπάθητος
λεπτο-σπάθητος, fein gewebt, χλανίδια, Soph. bei Plut. Symp. 6, 6, 2.
-
3 λεπτοσπάθητος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεπτοσπάθητος
См. также в других словарях:
χλανίδια — χλανίδιον a woman s mantle neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)