Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σκοπεῖτε

См. также в других словарях:

  • σκοπεῖτε — σκοπάω pres imperat act 2nd pl (attic epic ionic) σκοπάω pres opt act 2nd pl (epic ionic) σκοπάω pres ind act 2nd pl (attic epic ionic) σκοπάω imperf ind act 2nd pl (attic epic ionic) σκοπέω behold pres imperat act 2nd pl (attic epic) σκοπέω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοπεῖθ' — σκοπεῖτο , σκοπάω pres opt mp 3rd sg (epic ionic) σκοπεῖτε , σκοπάω pres imperat act 2nd pl (attic epic ionic) σκοπεῖτε , σκοπάω pres opt act 2nd pl (epic ionic) σκοπεῖτε , σκοπάω pres ind act 2nd pl (attic epic ionic) σκοπεῖται , σκοπάω pres ind …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοπεῖτ' — σκοπεῖτο , σκοπάω pres opt mp 3rd sg (epic ionic) σκοπεῖτε , σκοπάω pres imperat act 2nd pl (attic epic ionic) σκοπεῖτε , σκοπάω pres opt act 2nd pl (epic ionic) σκοπεῖτε , σκοπάω pres ind act 2nd pl (attic epic ionic) σκοπεῖται , σκοπάω pres ind …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόκησις — δόκησις, η (Α) [δοκώ] 1. απλή δοξασία («δόκησις ἀγνὼς λόγων ἦλθε» διαδόθηκε μια φήμη απλώς, Σοφ.) 2. όραμα, φάντασμα («σκοπεῑτε μὴ δόκησιν εἴχετ ἐκ θεῶν» για την Ελένη είδωλο τού Ευριπίδη) 3. φήμη, υπόληψη («ὁ στρατηγὸς τὴν δόκησιν ἄρνυται», Ευ p …   Dictionary of Greek

  • λάω — (I) λάω (Α) 1. (λ. αμφβλ. ερμ.) βλέπω ή, κατ άλλους, αρπάζω, συλλαμβάνω, ή, κατ άλλους, τρώγω με απόλαυση (α. «κύων ἔχε ποικίλον ἐλλόν, ἀσπαίροντα λάων» ο σκύλος κρατούσε το μικρό πολύχρωμο ελάφι: i. βλέποντάς το να σπαράζει ii. αρπάζοντάς το… …   Dictionary of Greek

  • σκοπώ — άω, Α [σκοπή] σκοπιάζω*. σκοπῶ, έω, ΝΜΑ [σκοπός (Ι)] νεοελλ. (λόγιος τ.), 1. σκοπεύω, προτίθεμαι, έχω σκοπό 2. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το σκοπούμενο σκοπός, επιδίωξη μσν. αρχ. (ενεργ. και μέσ.) βλέπω προς ένα αντικείμενο, παρατηρώ κάτι αρχ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»