Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σιφλός

См. также в других словарях:

  • σιφλός — crippled masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίφλος — defect masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιφλός — ή, όν, ΜΑ μσν. 1. (ως λυκία λ.) α) μαλακός, απαλός, σπογγώδης («νάρθηξ τὰ ἐντὸς σιφλός», Ευστ.) β) (για πρόσ.) «ῥάθυμος καὶ οὐκ ἐνεργός» 2. μτφ. (για πρόσ.) ο ανάξιος εμπιστοσύνης αρχ. 1. αυτός που παρουσιάζει έλλειψη ή ελάττωμα σε ένα μέλος ή… …   Dictionary of Greek

  • σίφλος — ὁ, Α σωματικό ελάττωμα, αναπηρία, κουσούρι («σίφλος, μορφῆς», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σιφλός με αναβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

  • σιφλόν — σιφλός crippled masc acc sg σιφλός crippled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιφλαί — σιφλός crippled fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιφλοῦ — σιφλός crippled masc/neut gen sg σιφλόω maim pres imperat mp 2nd sg σιφλόω maim imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιφλῶ — σιφλός crippled masc/neut gen sg (doric aeolic) σιφλόω maim pres subj act 1st sg σιφλόω maim pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιφλῷ — σιφλός crippled masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίφλον — σίφλος defect masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίφλωμα — ώματος, τὸ, ΜΑ σπογγώδης υφή ή, κατ άλλους, αναπηρία ή σωματικό ελάττωμα, κουσούρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιφλός + κατάλ. ωμα (πρβλ. πέπλ ωμα: πέπλος). Για τη σημ. βλ. λ. σιφλός] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»