-
1 σιφνός
-
2 Σιφνος
ἡ Сифнос (один из Кикладских островов, богатый золотом и серебром) Her. -
3 Σίφνος
Σίφνοςfem nom sg -
4 σιφνός
-
5 Σίφνος
Aοἱ Σίφνιοι Hdt.
l.c., etc. -
6 Σίφνος
-
7 Σίφνον
Σίφνοςfem acc sg -
8 Σίφνου
Σίφνοςfem gen sg -
9 σιφλός
Grammatical information: adj.Meaning: Adj., of physical and psychical defects, approx. `crippled, lame' ( πόδα σιφλός A. R.), `blinded, foolish ( Γλαῦκος Eleg. Alex. Adesp. 1, 2; of fishes Opp.); also `porous, hollow' ( νάρθηξ Eust.).Derivatives: Aor. opt. σιφλώσειεν (Ξ 142, curse), subst. σίφλος `infirmity' (Lyc.), - ωμα `porosity, hollowness' (Eust.). -- Besides σιπαλός approx. `blinded, maimed' (Call. Fr. anon. 106, H., Eust.); also with ν-suffix σιφνός κενός, σιφνύει κενοῖ H., σιφνεύς m. `mole' (Lyc.; Bosshardt 66); unclear σίφνις = σιπύη (s.v.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)Etymology: With σιφλός cf. τυφλός, χωλός etc. (Chantraine Form. 238), with σιπαλός: ἁπαλός, ἀταλός, στρεβλός etc.; with σιφνός: στριφνός, στρυφνός, also κενός a. o. As expressive adj. of these wavering meanings are constantly changed after associated words, it would be wrong, to see in the above varying forms the effect of an IE sound or suffixvariation (cf. Specht Ursprung 260). The ν-formations σιφνός, σιφνεύς, σίφνις can hardly be separated from σίφων (s. v.); however σιφλός and σιπαλός stand apart because of their stem. They could be cognate with σίνομαι (Bq). -- Pre-Greek because of the variants.Page in Frisk: 2,712-713Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σιφλός
-
10 σιπύα
σιπύα, ἡ, auch σιπύη, Ar., Nebenformen σιπυΐς u. σιπύς, ein Gefäß, Behälter, bes. ein kleiner Beutel zur Aufbewahrung von Mehl und Brot, Brotsack, Brotkorb, ἀρτοϑήκη, Schol. Ar. Plut. 807, mit einer Stelle aus Soph. frg. (259) belegt, wie Schol. Ar. Equ. 1290, wo hinzugesetzt wird οἱονεὶ σιτούνης ( Dindorf. σιτοβύης) τινὸς οὔσης παρὰ τὸ ἐν αὐτῇ τὰ σιτία ἐμβάλλεσϑαι. S. Ar. a. a. O.; Jac. Leon. Tar. 9. – Es wird auch ὑδρία erkl., B. A. 303. – Die Ableitung ist dunkel, es gab auch eine Form ἰπύα, Lob. Phryn. 301, u. att. σίφνις, σίφνος.
-
11 σιφνιαζω
-
12 Σιφνιοι
οἱ жители острова Σίφνος Her., Dem. -
13 Σίφνω
-
14 Σίφνῳ
-
15 σιφλός
A crippled, maimed,πόδα σιφλός A.R.1.204
: metaph., mad, of Glaucus the Lycian (Il.6.234), Eleg.Alex.Adesp.1.2; of fish, mad on food, greedy,πλωτῶν σ. γένος Opp.H.3.183
.II soft, spongy, νάρθηξ τὰ ἐντὸς ς. quoted as Lycian by Eust.972.38; of persons, Lycian for ῥάθυμος καὶ οὐκ ἐνεργής, ib.36.—The Adj. is late, but v. σιφλόω: Hsch. has [full] σιφνός· κενός; cf. σιπαλός. -
16 σιπύη
σιπύη (- ύα)Grammatical information: f.Meaning: `box for keeping flour and bread' (com., AP, Poll.).Other forms: συπύη (pap. IIIa) from assim., σιπυΐς f. (Hp.); also ἰπύα (H.); further σίπυδνος (Orac. ap. Luc. Alex.; Furnée 177); note hομοσεπυοι inscr. Selinous ( RPh 69, 1995, 128, l. 3Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)Etymology: Sem. LW [loanword] (Hebr. sap etc.); E. Masson Recherches 44f. w. lit. After Neumann Glotta 37, 109f. (cf. Heubeck Praegraeca 36f.) to the Minoan (Linear A) vase des. su-pu. -- Whether σίφνις `id.' (Poll., H.) is at all cognate, remains doubtful (cf. on σιφνός); in any case there is no IE variation p σιπύη ph (Specht Ursprung 260). -- Here will belong Lat. simpulum, simpuvium. Also here σιβαία = πήρα. The variation proves that the word is Pre-Greek.Page in Frisk: 2,710Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σιπύη
-
17 σίφων
σίφων, - ωνοςGrammatical information: m.Meaning: 'tube, esp. for water hoisting, fire engine, fountain, wine siphon, siphon etc.' (Hippon., E., hell. a. late); also plant name = αἰγίλωψ (Ps.-Dsc.)Compounds: σιφωνο-λογία `weeding of σ.' (pap.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Technical word like ἄμβων, δόλων a. o. (Chantraine Form. 162). Prob. onomatop [?], s. Schwyzer KZ 58, 204f. with Slav. parallels. Not to Lat. tībia with Walde (s. W.-Hofmann s. v.). -- From σίφων (Solmsen Wortforsch. 46) σιφνεύς `mole' (prop. "digger of tubes"), prob. also σιφνός = κενός; influenced by it σιφλός in the late attested meaning `hollow'; an old variation ν: λ ( ἀγκών: ἀγκάλη) is improbable. Cf. σιφλός.Page in Frisk: 2,713Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σίφων
См. также в других словарях:
Σίφνος — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιφνός — Νησί των Κυκλάδων, N.A. της Σερίφου και Β.Δ. της Μήλου (έκταση 73,18 τ. χλμ., κάτ. 1960). Η Σ. έχει έδαφος ορεινό, με υψηλότερες κορυφές τον Προφήτη Ηλία (649 μ.) και τον Άγιο Συμεών (500 μ.). Το έδαφός της αποτελείται από πετρώματα γρανίτη,… … Dictionary of Greek
Σίφνος — Sp Sifnas Ap Σίφνος/Sifnos L s. Egėjo j. Kikladų ss., Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Сифн — (Σίφνος) один из Кикладских островов Эгейского моря (называвшийся первоначально Меропой), к ЮВ от Серифа, к З от Пароса и к ЮЗ от Делоса. На С. были города Сифн, Аполлония и Миноя. Остров славился в древности золотыми и серебряными россыпями и… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Αρβανιτάκης, Λέανδρος — (Σίφνος 1823 – Χάλκη 1892).Λόγιος και συγγραφέας. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και δίδαξε στη Θεολογική Σχολή Ιεροσολύμων και κατόπιν της Χάλκης. To οικουμενικό πατριαρχείο τον ανακήρυξε διδάσκαλο του Γένους. Έγραψε Ιστορία των… … Dictionary of Greek
Γρυπάρης, Ιωάννης — (Σίφνος 1871 – Αθήνα 1942).Ποιητής και εκπαιδευτικός. Αποφοίτησε από τη Μεγάλη του Γένους Σχολή, σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάστηκε ως εκπαιδευτικός αρχικά στην Κωνσταντινούπολη, όπου βρισκόταν η οικογένειά του. Εκεί έκανε… … Dictionary of Greek
Μακράκης, Απόστολος — (Σίφνος 1831 – Αθήνα 1905). Ιεροκήρυκας, φιλόσοφος και θεολόγος. Το 1862 πήγε στο Παρίσι ως ιδιωτικός παιδαγωγός και εκεί μελέτησε τα διάφορα φιλοσοφικά συστήματα, από τον Ντεκάρ έως τον Χέγκελ, και έγραψε τρεις φιλοσοφικές διατριβές: Περί της… … Dictionary of Greek
Προβελέγγιος, Αριστομένης — (Σίφνος 1850 – 1936). Έλληνας ποιητής και δραματικός συγγραφέας. Ως φοιτητής της φιλοσοφικής σχολής στην Αθήνα άρχισε να γράφει, σε αυστηρή καθαρεύουσα, μακρόστιχα ποιήματα, εμπνευσμένα κυρίως από την αρχαία μυθολογία (Θησεύς, το Μήλον της… … Dictionary of Greek
Ρωμάνος, Κώστας — (Σίφνος 1881 – Κάιρο 1957). Γελοιογράφος και εκδότης. Ο Κ.Ρ. υπήρξε ο εισηγητής της γελοιογραφίας στην Αίγυπτο. Συνεργάστηκε σε πολλά σατιρικά αραβικά περιοδικά και εφημερίδες και το 1903 ίδρυσε την ελληνική εβδομαδιαία σατιρική εφημερίδα του… … Dictionary of Greek
Τριαντάφυλλος, Κλεάνθης — (Σίφνος 1850 – Αθήνα 1889). Έλληνας δημοσιογράφος και σατιρικός ποιητής. Νέος πήγε στην Πόλη, όπου εργάστηκε στον τοπικό Νεολόγο. Για να αποφύγει τις τουρκικές αντιδράσεις, που προκλήθηκαν από τη δημοσιογραφική του δραστηριότητα, ήρθε το 1878,… … Dictionary of Greek
Σίφνον — Σίφνος fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)