Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σιφνός

См. также в других словарях:

  • Σίφνος — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιφνός — Νησί των Κυκλάδων, N.A. της Σερίφου και Β.Δ. της Μήλου (έκταση 73,18 τ. χλμ., κάτ. 1960). Η Σ. έχει έδαφος ορεινό, με υψηλότερες κορυφές τον Προφήτη Ηλία (649 μ.) και τον Άγιο Συμεών (500 μ.). Το έδαφός της αποτελείται από πετρώματα γρανίτη,… …   Dictionary of Greek

  • Σίφνος — Sp Sifnas Ap Σίφνος/Sifnos L s. Egėjo j. Kikladų ss., Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Сифн — (Σίφνος) один из Кикладских островов Эгейского моря (называвшийся первоначально Меропой), к ЮВ от Серифа, к З от Пароса и к ЮЗ от Делоса. На С. были города Сифн, Аполлония и Миноя. Остров славился в древности золотыми и серебряными россыпями и… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Αρβανιτάκης, Λέανδρος — (Σίφνος 1823 – Χάλκη 1892).Λόγιος και συγγραφέας. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και δίδαξε στη Θεολογική Σχολή Ιεροσολύμων και κατόπιν της Χάλκης. To οικουμενικό πατριαρχείο τον ανακήρυξε διδάσκαλο του Γένους. Έγραψε Ιστορία των… …   Dictionary of Greek

  • Γρυπάρης, Ιωάννης — (Σίφνος 1871 – Αθήνα 1942).Ποιητής και εκπαιδευτικός. Αποφοίτησε από τη Μεγάλη του Γένους Σχολή, σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάστηκε ως εκπαιδευτικός αρχικά στην Κωνσταντινούπολη, όπου βρισκόταν η οικογένειά του. Εκεί έκανε… …   Dictionary of Greek

  • Μακράκης, Απόστολος — (Σίφνος 1831 – Αθήνα 1905). Ιεροκήρυκας, φιλόσοφος και θεολόγος. Το 1862 πήγε στο Παρίσι ως ιδιωτικός παιδαγωγός και εκεί μελέτησε τα διάφορα φιλοσοφικά συστήματα, από τον Ντεκάρ έως τον Χέγκελ, και έγραψε τρεις φιλοσοφικές διατριβές: Περί της… …   Dictionary of Greek

  • Προβελέγγιος, Αριστομένης — (Σίφνος 1850 – 1936). Έλληνας ποιητής και δραματικός συγγραφέας. Ως φοιτητής της φιλοσοφικής σχολής στην Αθήνα άρχισε να γράφει, σε αυστηρή καθαρεύουσα, μακρόστιχα ποιήματα, εμπνευσμένα κυρίως από την αρχαία μυθολογία (Θησεύς, το Μήλον της… …   Dictionary of Greek

  • Ρωμάνος, Κώστας — (Σίφνος 1881 – Κάιρο 1957). Γελοιογράφος και εκδότης. Ο Κ.Ρ. υπήρξε ο εισηγητής της γελοιογραφίας στην Αίγυπτο. Συνεργάστηκε σε πολλά σατιρικά αραβικά περιοδικά και εφημερίδες και το 1903 ίδρυσε την ελληνική εβδομαδιαία σατιρική εφημερίδα του… …   Dictionary of Greek

  • Τριαντάφυλλος, Κλεάνθης — (Σίφνος 1850 – Αθήνα 1889). Έλληνας δημοσιογράφος και σατιρικός ποιητής. Νέος πήγε στην Πόλη, όπου εργάστηκε στον τοπικό Νεολόγο. Για να αποφύγει τις τουρκικές αντιδράσεις, που προκλήθηκαν από τη δημοσιογραφική του δραστηριότητα, ήρθε το 1878,… …   Dictionary of Greek

  • Σίφνον — Σίφνος fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»