-
1 σιλφίου
σίλφιονlaserwort: neut gen sgσιλφιόωprepare with silphium: pres imperat act 2nd sgσιλφιόωprepare with silphium: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
2 ὀπός
ὀπός, ὁ,A juice, distd. from χυλός, χυμός, in that ὀπός is prop. vegetable juice, the milky juice which is drawn from a plant by tapping it,ὀπὸν.. στάζοντα τομῆς.. κάδοις δέχεται S.Fr. 534
(anap.), cf. Thphr. HP9.8.1, etc. ; esp. the acid juice of the fig-tree, used as rennet ([etym.] τάμισος) for curdling milk, Il.5.902, Emp.33, Hp.Morb.4.52, Menestor ap.Thphr.HP1.2.3, Arist.Mete. 384a21, 389b10, GA 737a14 ; generally, acid juice, Pl.Ti. 60b ;βλέπειν ὀπόν Ar. Pax 1184
: in pl., Antiph.88.4, cj. in Anaxandr.41.59 (anap.); cf. ὀπίας, ὀποειδής,2 metaph., ὀπὸς ἥβης the juicy freshness of youth, opp. ῥυτίς, AP5.257 (Paul. Sil.).II ὀποῦ καρπός, = σιλφίου σπέρμα, Hp. ap. Gal.19.126 ; and so prob. in Ar.Ec. 404, Pl. 719 ; but ὀπὸς σιλφίου silphium juice, Hp. Acut.23, cf. 37, Acut.(Sp.)48, Thphr.HP6.3.2 ; so ὀπός alone, Gal. 12.90.------------------------------------ὀπός, gen. of ὄψ (q. v.). -
3 καυλός
καυλός, ὁ, Stengel, Stiel, Schaft; eigtl. von Pflanzen, Hippocr., Theophr.; σιλφίου Ar. Equ. 895; Hermipp. bei Ath. I, 27 e; der junge eßbare Trieb mehrerer Pflanzen, Kohl, Alexis Ath. IV, 170 a; – πτεροῦ Plat. Phaedr. 251 b, Federkiel; Arist. H. A. 2, 12. – Bei Hom. der Lanzenschaft, nach Hesych. τὸ ἄκρον δόρατος, τὸ ἀπωξυμμένον, εἰς ὃ ἐμβιβάζεται τὸ κοῖλον τοῦ δόρατος; z. B. ἐν καυλῷ ἐάγη δολιχὸν δόρυ Il. 13, 162, wie Xen. Cyn. 10, 3; aber Il. 16, 338, ἀμφὶ δὲ καυλὸν φάσγανον ἐῤῥαίσϑη, ist es das Degengefäß, Degenheft. Aehnl. von der Angel, ἐχαλκεύσανϑ' ἁλιῆες καυλὸν ἐπ' ἀγκίστρῳ δολιχώτερον Opp. Hal. 3, 148. – Bei Arist. H. A. 3, 1 u. öfter, wie Nic. Th. 722, die männliche Ruthe.
-
4 καυλος
ὅ1) стебель(σιλφίου Arph.; κράμβης Arst.)
2) стержень(πτεροῦ Plat., Arst.)
3) древко, преимущ. верхний конец древка4) рукоять(κοπίδος Plut.)
ἀμφὴ καυλὸν φάσγανον ἐρραίσθη Hom. — меч сломался у рукояти5) анат. шейка(τῆς κύστεως Arst.)
6) radix penis Arst.7) ( у насекомых) яйцеклад(ὅ πρὸς τῇ κέρκῳ κ. Arst.)
-
5 καυλός
καυλός, ὁ,A stem of a plant (opp. στέλεχος, of trees, Thphr.HP1.1.9), Epich.158, Ar.Eq. 824 (anap.); κ. σιλφίου ib. 894; ἢ σίλφιον ἢ ὀπὸςἢ κ. Hp.Acut.37
; calledἐκ Κυρήνης κ. Hermipp.63.4
;κ. ἐκ Καρχηδόνος Eub.19
;κ. Λίβυς Antiph.217.13
, cf. 325; (pl., i B.C.), cf. Dsc.2.120, Archig. ap. Gal.13.331.2 Hom. (only in Il.), spear-shaft,ἐν καυλῷ ἐάγη δολιχὸν δόρυ Il.13.162
; κατεκλάσθη δ' ἐνὶ καυλῷ ἔγχος ib. 608; once of a sword-hilt, .3 of various tubular structures in animals, πτεροῦ καυλός quill part of a feather, Pl.Phdr. 251b, cf. Arist. HA 504a31; neck of the bladder, ib. 497a20; duct of the penis, ib. 510a26; cervix uteri, ib. 510b11; ovipositor of locusts, ib. 555b21.II vegetable of the cabbage kind, cole, kail, cauliflower, Alex.127.5, Anaxandr.41.58 (pl.), Eub.7.3 (pl.).III membrum virile, Hp.Int.14, D.S.32.11, Gal.UP14.12, Ruf.Onom. 101, etc. (Cf. Lat.caulus, caulis, Lith. kaáulas 'bone'.) -
6 λάσαρον
A = ὀπὸς σιλφίου, asafoetida, Hippiatr.3, Aët.1.306, 15.5, Alex.Trall.12: [var] Dim. [full] λασάριον, τό, Aët.8.61, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λάσαρον
-
7 πρόσφατος
πρόσφᾰτος, ον,A fresh, not decomposed, of a corpse miraculously preserved,νῦν δέ μοι ἑρσήεις καὶ π. ἐν μεγάροισιν κεῖσαι Il.24.757
; νεκρὸς π. Hdt.2.89, 121.έ; τροφὴ ἔτι π. (sc. before digestion begins) Arist.PA 675b32; [ζῷα] τὰ πεπωκότα πόμα π. which have taken a recent drink, Id.HA 520b31;πορφύρας.. πρόσφατον τὸ ἄνθος ἔτι φυλαττούσης Plu.Alex.36
; of fish, Antiph.218.1, Men.462.4, PMich.Zen.72.8 (iii B.C.);ἐχῖνοι Posidipp.14
; of poultry, Gal.Vict.Att.8; [ κρέα] Hp.Acut. (Sp.) 49, cf. Sor.2.15, al.; ; ζῷα π., opp. salted, D.S.3.31, cf. Gal.6.728;ἄλφιτα καὶ ἄλητα Hp. Vict.2.44
, gloss on ποταίνια in Acut.37; καρποί, ἔλαιον, Arist.Pr. 926a30, 927a29; ῥίζαι [σιλφίου] Thphr.HP6.3.5; , Sor. 1.51;φῦκος Agatharch.35
;νάρδος Dsc.1.7
;χιών Plb.3.55.1
;παγάν Pi.P.4.299
(unless πρόσφατον ξενωθείς = recently entertained); ὕδωρ newly-drawn well-water, Plu.2.690c;ποτόν Porph.Marc.4
; αἷμα uncoagulated, opp. πεπηγότες θρόμβοι, Hp.Epid.7.10; [καταμηνίων ῥύσις] -ωτέρα Arist.GA 764a6
; σπέρμα, οὖρον, Id.Pr. 924b28, 907b25.2 of events and actions, recent, (lyr.); ;ὀργή Lys.18.19
; ;φόβος Aen.Tact.3.1
;φθόνος Plu.Them.24
;θεωρίαι καὶ μαθήσεις Arist.EE 1237a24
; ; λύπη defined asδόξα πρόσφατος κακοῦ παρουσίας Zeno Stoic.1.52
;ἀτύχημα Plb.1.21.9
;εὐεργεσίαι Id.2.46.1
; [ πράγματα] Plu.2.146b; ὄγκοι ( = οἰδήματα) Gal.18(2).145; βήξ, i.e. not yet chronic, Sor.1.123, cf. 2.46; γάλα, i.e. lately begun to be secreted, Id.1.89; of persons, recent in date, of Homer, Arist. Mete. 351b35; μάρτυρες.. οἱ μὲν παλαιοὶ οἱ δὲ π. Id.Rh. 1375b27: used predicatively, χρόνοι [τοῖς πλουσίοις] τοῦ δίκην ὑποσχεῖν.. δίδονται, καὶ τἀδικήμαθ' ἕωλα.. ὡς ὑμᾶς καὶ ψύχρ' ἀφικνεῖται, τῶν δ' ἄλλων ἡμῶν ἕκαστος π. κρίνεται the cases of us poor men are served up fresh, D.21.112; νεαλὴς καὶ π. fresh (because recently imprisoned), Id.25.61.3 new,οὐκ ἔστι πᾶν π. ὑπὸ τὸν ἥλιον LXX Ec.1.9
; οὐκ ἔσται ἐν σοὶ θεὸς π. ib.Ps.80(81).10;ὁδὸν π. καὶ ζῶσαν Ep.Hebr.10.20
;ἀεὶ ἡδίων ἡ π. ἀφροδίτη Alciphr.1.39
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσφατος
-
8 λάσαρον
Grammatical information: n.Meaning: `ὀπὸς σιλφίου, asafoetida' (Aët., Alex. Trall., H.).Other forms: also - αρDerivatives: - άριον (Aët.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Unexplained foreign word. Cf. J. André, Alimentation à Rome 208f. Prob. Pre-Greek.Page in Frisk: 2,87Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λάσαρον
См. также в других словарях:
σιλφίου — σίλφιον laserwort neut gen sg σιλφιόω prepare with silphium pres imperat act 2nd sg σιλφιόω prepare with silphium imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπός — ο (ΑΜ ὀπός) το γαλσ.κτώδες υγρό το οποίο εκρέει από εγκοπή ή χάραγμα σε φυτό ή σε καρπό, σε αντιδιαστολή προς τον χυλό ή τον χυμό («η ρητίνη είναι οπός τού πεύκου») νεοελλ. 1. χυμός, εκχύλισμα φυτού, καρπού ή ζωικού ιστού ή οργάνου το οποίο… … Dictionary of Greek
εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… … Dictionary of Greek
λάσαρ — λάσαρ, τὸ (ΑM, Α [κατά τον Ησύχ.] λάσαρον) χυμός τού σιλφίου, φυτού με φαρμακευτικές ιδιότητες αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «ὀπὸς δριμύς». [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης] … Dictionary of Greek
μαγύδαρις — η (AM μαγύδαρις) νεοελλ. βοτ. γένος δικότυλων ποωδών φυτών τής οικογένειας τών σκιαδοφόρων, με δύο είδη, τής Ισπανίας, τής Σικελίας και τής ΒΔ. Αφρικής μσν. αρχ. το φυτό πράγκος ο νομευτικός αρχ. ο καρπός, η ρίζα ή ο χυμός τού σιλφίου. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
μηδικός — ή, ό (ΑΜ μηδικός, ή, ον, θηλ. και μηδίκη) [Μήδος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Μήδους (α. «μηδική ἐσθής» μεταξωτά ενδύματα β. «μηδ εἰ στράτευμα πλεῑον ἦ τὸ Μηδικόν», Αισχύλ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η μηδική γένος αγγειόσπερμων δικότυλων… … Dictionary of Greek
οπατόν — ὀπατὸν (Α) [οπός] ο κυρηναϊκός χυμός τού σιλφίου … Dictionary of Greek
οπόφυλλον — ὀπόφυλλον, τὸ (Α) ο σπόρος τού φυτού σιλφίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπός «χυμός φυτού» + φύλλον] … Dictionary of Greek
πυρώδης — (I) ες / πυρώδης, ῶδες, ΝΜΑ [πῡρ] 1. ο όμοιος με τη φωτιά 2. έμπυρος, διάπυρος, πύρινος 3. μτφ. φλογερός, ορμητικός (α. «πυρώδες βλέμμα» β. «ὄμματα πυρώδη», Εμπ.) 4. αυτός που έχει το χρώμα τής φωτιάς αρχ. 1. ιατρ. αυτός που προμηνύει φλεγμονή,… … Dictionary of Greek