-
1 κράμβης
κράμβηcabbage: fem gen sg (attic epic ionic)κράμβοςloud: fem gen sg (attic epic ionic) -
2 ἐμ-βολεύς
ἐμ-βολεύς, ὁ, Alles, was hineingesteckt wird, Pflock, Pfropf, Sp.; κράμβης ἐμβ., = πάσσαλος, Ep. ad. 176 (VI, 21), das Holz, mit welchem beim Kohlpflanzen Löcher in die Erde gemacht werden.
-
3 καυλος
ὅ1) стебель(σιλφίου Arph.; κράμβης Arst.)
2) стержень(πτεροῦ Plat., Arst.)
3) древко, преимущ. верхний конец древка4) рукоять(κοπίδος Plut.)
ἀμφὴ καυλὸν φάσγανον ἐρραίσθη Hom. — меч сломался у рукояти5) анат. шейка(τῆς κύστεως Arst.)
6) radix penis Arst.7) ( у насекомых) яйцеклад(ὅ πρὸς τῇ κέρκῳ κ. Arst.)
-
4 κραμβη
ἥ1) капуста или кочан капусты(καυλοὴ τῆς κράμβης Arst.; φύλλα τῶν κραμβῶν Batr., Plut.)
2) Arst. = ῥάφανος См. ραφανος -
5 καυλός
καυλός, ὁ,A stem of a plant (opp. στέλεχος, of trees, Thphr.HP1.1.9), Epich.158, Ar.Eq. 824 (anap.); κ. σιλφίου ib. 894; ἢ σίλφιον ἢ ὀπὸςἢ κ. Hp.Acut.37
; calledἐκ Κυρήνης κ. Hermipp.63.4
;κ. ἐκ Καρχηδόνος Eub.19
;κ. Λίβυς Antiph.217.13
, cf. 325; (pl., i B.C.), cf. Dsc.2.120, Archig. ap. Gal.13.331.2 Hom. (only in Il.), spear-shaft,ἐν καυλῷ ἐάγη δολιχὸν δόρυ Il.13.162
; κατεκλάσθη δ' ἐνὶ καυλῷ ἔγχος ib. 608; once of a sword-hilt, .3 of various tubular structures in animals, πτεροῦ καυλός quill part of a feather, Pl.Phdr. 251b, cf. Arist. HA 504a31; neck of the bladder, ib. 497a20; duct of the penis, ib. 510a26; cervix uteri, ib. 510b11; ovipositor of locusts, ib. 555b21.II vegetable of the cabbage kind, cole, kail, cauliflower, Alex.127.5, Anaxandr.41.58 (pl.), Eub.7.3 (pl.).III membrum virile, Hp.Int.14, D.S.32.11, Gal.UP14.12, Ruf.Onom. 101, etc. (Cf. Lat.caulus, caulis, Lith. kaáulas 'bone'.) -
6 ἀσφάραγος
A = φάρυγξ, throat, gullet, Il.22.328, Plu.2.698e, Q.S.11.82.------------------------------------A stone sperage, Asparagus acutifolius, Cratin. 325, Amips.25, Antiph.301, Theopomp.Com.68, etc.; the edible shoots thereof, Thphr.6.4.2, Dsc.2.125, AP11.325 (Autom.), Gal.6.641.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσφάραγος
-
7 ἐμβολεύς
ἐμ-βολεύς, ὁ, alles, was hineingesteckt wird, Pflock, Pfropf; κράμβης ἐμβ., = πάσσαλος, das Holz, mit welchem beim Kohlpflanzen Löcher in die Erde gemacht werden -
8 σέλῑνον
σέλῑνονGrammatical information: n.Meaning: `celery, Apium graveolens' (Il.; on the meaning Andrews ClassPhil. 44, 91 ff.), also metaph. `pudenda rnuliebria' (Phot.)Other forms: (Aeol. - νν- gramm.).Dialectal forms: Myc. serino.Compounds: Often as 2. member, e.g. πετρο-σέλινον n. `rock-celery' (Dsc.; Lat. petro-selīnum, MLat. petrosilium \> NHG. Petersilie); s. Strömberg Pflanz. 33.Derivatives: From this the river- and townname Σελινοῦς, - οῦντος m., as townname also f. (on the gender Schwyzer-Debrunner 33 n. 2; cf. also Leumann Hom. Wörter 300ff. and Krahe Beitr. z. Namenforsch. 2, 233) with - ούντιος `of S.' (Megar., Th., Str.), also - ούσιος (Thphr.); on the formation Schwyzer 528 and 466; but - ουσία κράμβης (`cabbage') εἶδος (H., Eudem. ap. Ath.) from σέλινον. -- Further the late and rare σελίν-ινος `of celery', - ίτης οἰνος, - ᾶτον n. = Lat. apiātum.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin](X)Etymology: Without acceptable etymology; prob. foreign word like κύμινον, ῥητίνη (s. vv.). Strömberg Pflanz. 37 thinks (with Hesselman) of σέλμα, σελίς ("after the rough, hollow stalk"). To be rejected Sommer Lautst. 111 f. (s. Bq and WP. 1, 300). -- Furnée 351 points to Myc. sarinuwote.Page in Frisk: 2,691Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σέλῑνον
См. также в других словарях:
κράμβης — κράμβη cabbage fem gen sg (attic epic ionic) κράμβος loud fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
αλίς — Μυθολογικό πρόσωπο. Δούλη της Κίρκης, έμπειρη στη μαγεία. Εγκατέλειψε την κυρία της και κατέφυγε σε έναν πύργο της Τυρρηνίας Αλός. Κατά μία εκδοχή την επισκέφθηκε εκεί, γέρος πια, ο Οδυσσέας. Η Α. τον μεταμόρφωσε τότε σε άλογο και με τη μορφή… … Dictionary of Greek
ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
θαλασσοκράμβη — θαλασσοκράμβη, ή (AM) είδος κράμβης που φύεται κοντά στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + κράμβη «λάχανο»] … Dictionary of Greek
κράμβη — η (AM κράμβη, Μ και κράμπη) ονομασία φυτών που σήμερα συγκαταλέγονται στο γένος βράσσικα («κράμβης... εἶναι γένη τρία, τῆς τε καλουμένης ἁλμυρίδος και λειοφύλλου και σελινουσίης», Αθήν.) νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής… … Dictionary of Greek
κραμβίς — κραμβίς, ίδος, ἡ (Α) η κάμπια τής κράμβης («τίκτεται καὶ ἐν τῆ κράμβη σκωλήκων γένος... καλεῑται γοῡν κραμβίς», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κράμβη + κατάλ. ις (πρβλ. στρατηγ ίς, φοινικ ίς)] … Dictionary of Greek
κραμπί — το (AM) κραμβίον, Μ και κραμβίν) το φυτό κράμβη αρχ. το αφέψημα τής κράμβης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κραμβί(ο)ν < κράμβη + υποκορ. κάταλ. ί(ο)ν. Από τον μσν. τ. κραμβίν προήλθε ο νεοελλ. τ. κραμπί με τροπή τού μβ σε μπ (κλειστοποίηση) πρβλ. εμβαίνω > … Dictionary of Greek
κραμπόφυλλο — το φύλλο κράμβης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράμβη + συνδετικό φωνήεν ο + φύλλο. Για τη φωνητική μεταβολή βλ. κραμπί] … Dictionary of Greek
κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… … Dictionary of Greek
μάντης — ο και μάντις, ο, η, θηλ. και μάντισσα (AM μάντις, εως, ὁ, ἡ, Α ιων. γεν. ιος, Μ θηλ. και μάντισσα) 1. αυτός που ασχολείται με τη μαντική, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα, ο προφήτης («ὠργίζοντο δὲ καὶ τοῑς χρησμολόγοις καὶ μάντεσι», Θουκ.) 2.… … Dictionary of Greek