-
1 σέλασμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σέλασμα
-
2 σελάσκω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σελάσκω
-
3 σελάσσομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σελάσσομαι
-
4 σέλας
Aσέλαϊ Il.17.739
, [var] contr.σέλᾳ Od.21.246
; gen.σέλαος Plot.6.7.33
, : pl. , al., Plu.Caes.63, AP9.289 (Bass.); gen. codd. ( σελῶν ap.Stob.):—light, brightness, flame,πυρός Il.19.366
, al.; καιομένοιο πυρός, π. αἰθομένοιο, ib. 375, 8.563; ἐν σέλαϊ μεγάλῳ, without any word added, 17.739; δαΐδων ς. Od.18.354, Hes.Sc. 275;σ. λάβρον Ἡφαίστου Pi.P. 3.39
;ἀπὸ.. λάμπε γυίων σ. ὧτε πυρός B.16.104
; Ἥφαιστος.. λαμπρὸν ἐκπέμπων ς., of a beacon fire, A.Ag. 281, cf. 289; Ἡφαιστότευκτον, of a volcano, S.Ph. 986; ; ἐφέστιον ς. S.Tr. 607; of the heavenly bodies,σ. γένετ' ἠΰτε μήνης Il.19.374
; ἁλίου ς. A.Eu. 926 (lyr.), S.El.17, Ar.Av. 1711; of day light, καθαρὸν ἁμέρας ς. Pi.Fr.142.4, cf. S.Aj. 856; πρὶν θεοῦ δῦναι ς. E.Supp. 469;τὸ σ. καὶ τὸ φῶς ταὐτόν Pl.Cra. 409b
; lightning, flash of lightning, δαιόμενον ς. Il.8.76, cf. Democr.152; Διὸς ς. S.OC95;σ. ἐκ τοῦ οὐρανοῦ Hdt.3.28
; meteor, Arist.Mu. 395a31; torchlight, h.Cer.52, A.R.4.808, cf. AP9.46, etc., the flash of an angry eye, ἐξ ὀμμάτων ἤστραπτε γοργωπὸν ς. A.Pr. 358, cf. E.Cyc. 663 (so in Hom., ὄσσε λαμπέσθην ὡς εἴ τε πυρὸς ς. Il.19.366; ὄσσε δεινὸν ὑπὸ βλεφάρων ὡς εἰ σ. ἐξεφάανθεν ib.17): metaph. of love, Theoc.2.134, cf. AP12.93 (Rhian.). -
5 σίλιγνον
Grammatical information: n.Derivatives: σιλιγν(ι)-άριος m. `baker or seller of σ.', also σιλιγινάριος = Lat. silīginārius (ibid.). Besides σίλιγνις ( σέλ-) f. `flour made of σ.' (Chrysipp. Tyan., Gal. etc.) with - ίτης ( ἄρτος) `bread made of σ.' (Gal., inscr. Ephesos I--IIp; Redard 91), - ίας m. `id.' (Eust.).Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Lat.Etymology: From Lat. silīgō, - inis f. with transformation to the ο-, ιο-, resp. ι-stems; the last after σεμίδᾱλις(?). W.-Hofmann s. v.Page in Frisk: 2,705-706Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σίλιγνον
-
6 σιλίγνιον
σῐλίγν-ιον, τό,= Lat.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιλίγνιον
-
7 σίλιγνις
A flour from siligo, still finer than σεμίδαλις (q.v.), Gal.6.483, Eust.1753.6, EM793.8; written σελ- in Chrysipp.Tyan. ap. Ath.14.647e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σίλιγνις
-
8 ἕλος
Grammatical information: n.Compounds: As 1. member thematically lengthened in ἐλεό-θρεπτος `grown on marshy meadows' (Β 776), ἑλεο-σέλινον `celery from...' (Thphr., Dsc.), also ἑλειο- through contraction from ἕλειον σέλ.; also in ἑλειο-βάτης `going through, living in marshes' (A. Pers. 39 [anap.]); from τὰ ἕλεια or with metrical lengthening; - with elision in ἑλεορέω `be a surveyor of marshes (forester? s. below.)' (Erythrae IVa), from *ἑλεο-(Ϝ)όρος. Unclear ἑλεσπίδας (s. v.); cf. also ἑλίχρυσος.Derivatives: ἕλειος `marshy' (Ion.-Att.), Έλεία surname of Artemis (Kos), ἑλώδης `id.' (Hp., Th.), ἑλείτης `growing in marshes' (Dion. Byz.), also surname of Apollon (Cyprus; cf. Redard Les noms grecs en - της 12, 24, 208; on the formation s. Schwyzer 500); ἑλει-ήτης ( λέων Call. Fr. an. 88).Etymology: Inherited word, identical with Skt. sáras- n. `pond', IE *sélos; ἕλειος = Skt. sarasíya-. (Not to Lat. silva or ὕλη, in spite of H. and Thess. ὑλορέων beside Erythr. ἑλεορέων; see Wahrmann Glotta 19, 165).)Page in Frisk: 1,501-502Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἕλος
См. также в других словарях:
σέλ(λ)ωμα — το, Ν [σελ(λ)ώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σελ(λ)ώνω … Dictionary of Greek
σελ(λ)οποιείο — το, Ν [σελ(λ)οποιός] το εργαστήριο τού σελ(λ)οποιού … Dictionary of Greek
σελ(λ)οποιός — ο, Ν τεχνίτης που κατασκευάζει σέλες, σελάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σέλ(λ)α + ποιός*] … Dictionary of Greek
σελ(λ)ωτός — ή, ό, Ν [σελ(λ)ώνω] (για άλογο) αυτός στον οποίο έχει προσδεθεί σέλα («το σελλωτό σπαθάτο τής Αραπιάς... φρουμάζει», Μαλακ.) … Dictionary of Greek
σελ(λ)ώνω — Ν [σέλ(λ)α] προσαρμόζω, προσδένω την σέλα στο υποζύγιο («ώστε να στρώσει ο Διγενής και να σελλώσει ο Αλέξης», δημ. τραγούδι) … Dictionary of Greek
σελ(λ)οσκαλοχάλινα — τα, Ν η σέλλα, οι αναβατήρες και τα χαλινάρια τού αλόγου («τα σελλοσκαλοχάλινα θωρούσιν ένα ένα και πασπατεύγουν τ άρματα», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σέλα + σκάλα + χαλινός] … Dictionary of Greek
σελ(λ)οστάσιο — το, Ν αποθήκη σελών στους στρατώνες ιππικού και πυροβολικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σέλα + στάσιο (< στάτης < ίστημι), πρβλ. κλιμακο στάσιο] … Dictionary of Greek
σελ(λ)ουλόιντ — το, Ν (ακλ.) ο κελλουλοΐτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. celluloid < Celluloid, εμπορική ονομασία] … Dictionary of Greek
σελ(λ)οφάν — το, Ν άκλ. χημ. εμπορική ονομασία ενός παραγώγου τής κυτταρίνης, με μορφή λεπτού διαφανούς χαρτιού, που χρησιμοποιείται, κυρίως, για την συσκευασία τροφίμων, η κελλοφάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια ως προς το β συνθετικό … Dictionary of Greek
σελ(λ)οχαλίναρα — τα, Ν η σέλα και τα χαλινάρια τού αλόγου («και τα σελλοχαλίναρα αργυροχρυσωμένα», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < σέλλα + χαλινός / χαλινάρι] … Dictionary of Greek
σελ(λ)όβαστος — ο, Ν στρ. κρεμάστρα ανηρτημένη στους στύλους τών στάβλων για την τοποθέτηση τής σέλας τών υποζυγίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σέλα + βαστώ] … Dictionary of Greek