Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σέσεισμαι

См. также в других словарях:

  • σέσεισμαι — σείω shake perf ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεισάχθεια — Αρχαίος ελληνικός όρος. Η απαλλαγή από ένα βάρος, άχθος, και συγκεκριμένα από τους φόρους ή τα χρέη. Ο Σόλων είχε χορηγήσει σ. για την απόσειση από τους ώμους των πολιτών, ιδιαίτερα των καλλιεργητών, των χρεών. Δεν τα είχε αποσβέσει εντελώς, αλλά …   Dictionary of Greek

  • tu̯ei-2, extended tu̯ei-s- —     tu̯ei 2, extended tu̯ei s     English meaning: to excite, shake, move around; to shimmer     Deutsche Übersetzung: “erregen, hin and her bewegen, schũtteln, erschũttern, also seelisch”     Grammatical information: (s present; to es stem… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»