Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ξύλινος

См. также в других словарях:

  • ξύλινος — of wood masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύλινος — η, ο, (ΑΜ ξύλινος, ίνη, ον, Α αττ. τ. σύλινος, ίνη, ον) [ξύλον] 1. κατασκευασμένος από ξύλο ή αποτελούμενος από ξύλο (α. «ξύλινες καλύβες» β. «ξύλινα τείχη» τα πλοία, Ηρόδ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το ξύλινο(ν) τσόκαρο, ξύλινο πέδιλο νεοελλ. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • ξύλινος — η, ο ο κατασκευασμένος από ξύλο, ο ξυλένιος: Τα πατώματα είναι ξύλινα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξυλίνων — ξύλινος of wood fem gen pl ξύλινος of wood masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύλινον — ξύλινος of wood masc acc sg ξύλινος of wood neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλίναις — ξύλινος of wood fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλίνη — ξύλινος of wood fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλίνην — ξύλινος of wood fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλίνης — ξύλινος of wood fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλίνοιν — ξύλινος of wood masc/neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλίνοις — ξύλινος of wood masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»