Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ὕμνοι

См. также в других словарях:

  • ὑμνοῖ — ὑμνέω sing of pres opt act 3rd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕμνοι — ὕμνος hymn masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χερουβικός — ή, ό / χερουβικός, ή, όν, ΝΜΑ [χερουβ(ε)ίμ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φύση και στη λειτουργία τών χερουβίμ (α. «ξανθά / χερουβικά κεφάλια», Παλαμ. β. «τοῡ χερουβικοῡ καὶ ἐπουρανίου θρόνου», Μεθόδ. γ. «χερουβικοῑς ὄμμασιν εἰς οὐρανὸν… …   Dictionary of Greek

  • ύμνος — Ποιητικομουσική σύνθεση, της οποίας κεντρικό στοιχείο είναι –από αρχαιοτάτων χρόνων– η εξύμνηση, ακόμα και τελετουργική, των θεοτήτων, των ηρώων, των δυνάμεων της φύσης. Στην έννοια αυτή περιλαβαίνονται οι μαγικοί ύ. των πρωτόγονων λαών, οι… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ριγβέδα — Συλλογή θρησκευτικών, κυρίω,ς ύμνων, οι οποίοι εμφανίστηκαν στις άρειες φυλές την περίοδο της μετανάστευσής τους στην Ινδία. Οι ύμνοι αυτοί είναι γραμμένοι σε σανσκριτικές διαλέκτους. Η «Ρ.» είναι το πρώτο μνημείο της ινδικής λογοτεχνίας, το… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Sakis Gouzonis — Infobox musical artist Name = Sakis Gouzonis Background = solo singer Born = birth date and age|1978|03|16|mf=y Origin = Occupation = Composer Songwriter Keyboard Player Pianist Record Producer Genre = Electronica, Pop Years active = 1996 Present …   Wikipedia

  • αποπεμπτικός — ἀποπεμπτικός, ή, όν (Α) [απόπεμπτος] 1. αυτός που αναφέρεται στην αποπομπή, αποτρεπτικός 2. φρ. «ἀποπεμπτικοὶ ὕμνοι» ύμνοι που κατευόδωναν κάποιον θεό όταν έφευγε από τον ναό του …   Dictionary of Greek

  • λογοτεχνία — Η ενασχόληση με τον έντεχνο λόγο καθώς και το σύνολο των γραπτών κειμένων της γλώσσας μιας χώρας, μιας εποχής (ή και ευρύτερων συνόλων) που έχουν συνταχθεί με πρόθεση τη δημιουργία αισθητικών αξιών – ή ακόμα και χωρίς πρόθεση, φτάνουν κάποτε σε… …   Dictionary of Greek

  • ορατόριο — Μουσική σύνθεση, θρησκευτικού γενικά χαρακτήρα, παραπλήσια με την όπερα, αλλά χωρίς σκηνική δράση, σκηνικά και κοστούμια. Με τη μορφή αυτή, το ο. επιβλήθηκε τα πρώτα χρόνια του 17ου αι. ως συνέχεια της μεσαιωνικής λάουντας (αίνος) και των… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»