-
81 περάσιμος
A that may be crossed, passable, ἀὴρ ἀετῷ π. E.Fr. 1047;ποταμοί Arr.An.5.9.4
, cf. Scymn.818, Str.7.4.1;ᾗ μάλιστα π. ἦν [τὸ ῥεῦμα] Plu.Luc.27
; θαλάσσας.. π. μόχθον the labour of crossing the sea, Hymn.Is.35.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περάσιμος
-
82 προανακολνόομαι
A unite before, τὸ ῥεῦμα, of rivers, Paus.8.35.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προανακολνόομαι
-
83 συνίστημι
A BJ Prooem.5, Sor.1.126 ([voice] Pass.)); [full] συνιστάω (Arist.GA 777a6, Pr. 928a9, Conon 48, 2 Ep.Cor. 6.4; [tense] impf.συνίστα Plb.3.43.11
, dub. in D.H.8.18): [tense] impf. συνίστην, [tense] fut. συστήσω, [tense] aor. 1 συνέστησα: trans. [tense] pf. συνέστᾰκα, found only in later texts, PSI9.1035.14 (ii A.D.), S.E.M.7.109, AP11.139 (Lucill.), Iamb.VP35.261:—set together, combine,τὰς χορδὰς ἀλλήλαις Pl.R. 412a
; τὰς ἄρκυς καὶ τὰ δίκτυα f.l. in X.Cyn.6.12.II combine, associate, unite,σ. τοὺς Ἀρκάδας ἐπὶ τῇ Σπάρτῃ Hdt.6.74
, cf. 3.84;Πελοποννήσου τὰ δυνατώτατα Th.6.16
; ταύτας (sc. τὰς πόλεις) Isoc. 5.30;πόλεις πρὸς ἀλλήλας X.HG3.5.2
;τοὺς ἐπιτηδείους ἐς ξυνωμοσίαν Th.8.48
;τὰ πάντα ἀριθμοῖς S.E.M.7.109
.b σ. Ἀσίην ἑωυτῷ unite Asia in dependence on himself, Hdt.1.103; μαντικὴν ἑωυτῷ συστῆσαι bring prophetic art into union with himself, i.e. win, acquire it, Id.2.49;σ. τινὰ ἀντίπαλον ἑαυτῷ X.Cyr.6.1.26
;σ. τισὶν ἡγεμόνα Plb.2.24.6
, cf. 3.42.6, 15.5.5.III put together, organize, frame,ζῷον ἔμψυχον Pl.Ti. 91a
; ; πρᾶγμα ὁτιοῦν ἐκ μοχθηρῶν καὶ χρηστῶν ς. Id.Plt. 308c;σ. τὴν ὀλιγαρχίαν Th.8.48
;ἐκ δημοκρατίας καὶ μοναρχίας τὴν πολιτείαν Arist.Pol. 1266a23
, cf. 1284b18; ἑταιρείαν Lex ap.D.46.26:—[voice] Med., τοῖς ἑτέραν αἵρεσιν (school)συστησαμένοις Gal.15.505
; οἱ συνιστάμενοι τὰς τέχνας ib.449;θεωρήματα συνίστασθαι Id.16.725
.2 contrive,σ. θάνατον ἐπί τινι Hdt.3.71
;ἐφ' ἡμᾶς πόλεμον D.15.3
;ἐπίθεσιν ἐπὶ τοὺς Σπαρτιάτας Arist.Pol. 1306b35
; σ. τιμάς settle prices, D.56.7.3 [voice] Med. in these senses,τὸ ὅλον συνίστασθαι Pl.Phdr. 269c
;τὸ δεῖπνον Diph.43.5
: mostly [tense] aor. 1,μὴ ἐκ χρηστῶν καὶ κακῶν ἀνθρώπων συστήσηται πόλιν Pl.Plt. 308d
; ; πᾶν τόδε ib. 69c, cf. R. 530a;πόλεμον Isoc. 10.49
, Plb.2.1.1;σ. μοι μάχην PTeb.44.14
(ii B.C.);πολιορκίαν Plb. 1.30.5
;κίνδυνον Id.3.106.4
;παρατάξεις D.S.1.18
;ἀντιλογίαν πρός με PGrenf.1.38.8
(ii/i B.C.), cf. PSI3.167.14 (ii B.C.), Mitteis Chr. 31 iv 21 (ii B.C.);ἀηδίαν PLond.2.342.6
(ii A.D.), BGU22.15 (ii A.D.); οὐδένα λόγον συνισταμένη πρὸς ἡμᾶς rendering no account to us. PAmh.2.31.17 (ii B.C.), cf. PRein.18.33 (ii B.C.);σ. ἀγῶνας Plu.Fab.19
;ἑορτήν Apollod.3.14.6
; ναυτικὰς δυνάμεις, μισθοφόρους, Plb.1.25.5, 4.60.5; also, arrange in order of battle, rally, Id.3.43.11, dub. in D.H. 8.18.4 Math., erect two straight lines from points on a given straight line so as to meet and form a triangle, in [voice] Pass., Arist.Mete. 376a2, b2, cf. Euc.1.7, Papp.106.12; of two arcs of great circles on a sphere, Id.476.19,22.IV bring together as friends, introduce or recommend one to another,τινάς τινι Pl.La. 200d
, cf. X.Smp.4.63; ἵνα τῳ τῶν.. σοφιστῶν.. συστήσω τουτονί, as a pupil, Pl.Thg. 122a;τινὰ ἰατρῷ σ. περὶ τῆς ἀσθενείας Id.Chrm. 155b
;σύστησον αὐτοὺς.. ὅπως πλέωσι PCair.Zen.2.2
(iii B.C.), cf. 195.6 (iii B.C.), PMich.Zen.6.2,3 (iii B.C., [voice] Act. and [voice] Pass.):—[voice] Pass.,συνεστάθη Κύρῳ X.An.3.1.8
; Κύρῳ συσταθησόμενος ib.6.1.23, cf. PCair.Zen.447.1,11 (iii B.C.), Phld.Acad.Ind. p.49 M.; ἔχειν τινὰ συνεσταμένον, συνιστάμενον, regard him as introduced or recommended, POxy.787 (i A.D.), PHolm.p.42.b recommend, secure approval of a course of action, SIG679.90 (Magn. Mae., ii B.C.):— [voice] Med., recommend persons for appointment, PLond.3.1249.7 (iv A.D.).c τὸ οἰκεῖον συνιστάναι bring about intimacy, Men.602.d place in the charge of, ;συνέστησά σοι Χαιράμμωνα δοῦλον πρὸς μάθησιν σημείων POxy.724.2
(ii A.D.).e appoint to a charge, LXXNu.27.23; appoint a representative,σ. ἀντ' ἐμαυτῆς τὸν ἕτερον ἐμοῦ ἀδελφόν PTeb.317.10
(ii A.D.); , cf. 20 (ii A.D.):—[voice] Pass., Sammelb.4512.39 (ii B.C.);ἐπίτροπος συσταθείς CPHerm.55.5
(iii A.D.);συσταθεὶς συνήγορος Plu.2.840e
.2 of a debtor, offer another as a guarantee,τινί τινα Isoc.17.37
: c. inf., συστήσαντος ἀποδοῦναι introduce the party who was to pay, D.41.16, cf. ib.6: c. acc. rei, guarantee a loan, ἃς (sc. δραχμὰς)συνέστησεν Ἀρτεμίδωρος ἀργυ (ρίου) PCair.Zen.326.167
(iii B.C.); ἃς (sc. δραχμὰς)παρὰ Ἱέρωνος συνεστήσαμεν PMich.Zen. 61.28
(iii B.C.); Σέλευκός μου αὐτοὺς (sc. τοὺς τρεῖς στατῆρας)ἐκκέκρουκε λέγων ὅτι συνέστακας ἑαυτῷ PFay.109.9
(i A.D.).V make solid or firm, brace up,τὸ σῶμα Hp.Aph.3.17
, cf. Thphr.CP1.8.3; σ. [τὰ ἴχνη] sets them, X.Cyn.5.3; ὑπὲρ τοῦ συνεστῶτος [τοῦ τείχους], i.e. the unbroken part, Jul.Or.2.64c; contract, condense, opp. διακρίνω or διαλύω, Arist.GC 336a4, Cael. 280a12; of liquids, make them congeal, curdle,γάλα Poll.1.251
;φλέγμα Hp.Vict.2.54
(v.l.): metaph., συστήσας τὸ πρόσωπον with a frown, Plu.2.152b.VI exhibit, give proof of,εὔνοιαν Plb.4.5.6
;σ. ὅτι.. Id.3.108.4
: c. acc. et inf., D.S.14.45: c. part.,σ. τινὰς ὄντας Id.13.91
.2 prove, establish, Phld.Sign.4, Rh.1.112S.B [voice] Pass., with [tense] aor. 2 [voice] Act. συνέστην: [tense] pf. συνέστηκα, part. συνεστηκώς, [var] contr. συνεστώς, ῶσα, ώς or ός (Pl.Ti. 56b), [dialect] Ion. συνεστεώς, εῶσα (neut. not found), Hdt.1.74, 6.108: [tense] fut.συσταθήσομαι X.An.6.1.23
, Arist.Mete. 376a2; [tense] fut.[voice] Med.ξυστήσομαι A.Th. 435
, 509, 672, Pl.Ti. 54c: [tense] aor. [voice] Pass. συνεστάθην [ᾰ] X.An.3.1.8, al., PCair.Zen.447.1,11 (iii B.C.), PTeb.27.35 (ii B.C.), etc.:— stand together, περὶ τὸν τρίποδα (of statues) Hdt.8.27; opp. διίστασθαι, X.Cyn.6.16; of soldiers, form in order of battle, Id.An.5.7.16, 6.5.28, al.; συστάντες ἁθρόοι ib.7.3.47.II in hostile sense, to be joined, of battle, once in Hom.,πολέμοιο συνεσταότος Il.14.96
;τῆς μάχης συνεστεώσης Hdt.1.74
;πόλεμος ξυνέστη Th.1.15
, cf. Hdt.7.144, 8.142;περὶ ταῦτα μάχη τις συνέστηκεν Pl.Sph. 246c
; τοῦτο συνεστήκεε this combat continued, Hdt.7.225.2 of persons, συνίστασθαί τινι meet in fight, be cngaged with, A.Th. 509, Hdt.6.108, Ar.V. 1031;θνατὸς δ' ἀθανάτῳ συστήσομαι AP5.92
(Rufin.);τινὶ ξ... ἐν μάχῃ E.Supp. 847
;ξυσταθέντα διὰ μάχης Id.Ph. 755
;συνεστάναι μαχομένους Hdt.1.214
;συνέστασαν χρόνον ἐπὶ πολλόν Id.6.29
: metaph., συνεστήκεε δὲ ταύτῃ τῇ γνώμῃ ἡ Γωβρύεω was at odds with.., Id.4.132: abs., συνεστηκότων τῶν στρατηγῶν when the generals were at issue, Id.8.79;γνῶμαι μὲν αὗται συνέστασαν Id.1.208
, cf. 7.142; συνίσταται ἐπ' ἐμέ makes a dead set at me, Men.Sam. 211.3 to be involved or implicated in a thing, λιμῷ, πόνῳ, λιμῷ καὶ καμάτῳ, Hdt.7.170, 8.74, 9.89;ἀλγηδόνος ᾇ ξυνέστας S.OC 514
(lyr.);συνεστῶτες ἀγῶνι ναυτικῷ Th.4.55
; καρτερᾷ μάχῃ ib.96.III of friends, form a league or union, band together, Id.6.21,33, etc.; κατὰ σφᾶς αὐτοὺς ξ. Id.2.88;ἀλλήλοις X.HG2.1.1
; ξυνίστασθαι πρὸς ἑκατέρους league themselves with one side or the other, Th.1.1, cf. 15;μετά τινος D.34.34
, etc.; ἐπί τινας against them, Lys.22.17, cf. 30.10 (abs.); καί μ' οὐ λέληθεν οὐδὲν ἐν τῇ πόλει ξυνιστάμενον no conspiracy, Ar.Eq. 863, cf. X.Cyr.1.1.2; οἱ συνιστάμενοι the conspirators, Ar.Lys. 577 (anap.);τὸ ξυνεστηκός Th.8.66
.2 generally, to be connected or allied, as by marriage, c. acc. cogn.,λέχος Ἡρακλεῖ ξυστᾶσα S.Tr.28
: in magic,συνιστάνου.. τοῖς.. θεοῖς
put yourself into connexion with.., PMag. Leid.W.1.29
;συσταθεὶς πρὸ<ς> τὸν ἥλιον PMag.Par.1.168
: in law, B. acting with A. T., POxy.912.4 (iii A.D.), cf. Sammelb.7338.5 (iii/iv A.D.).3 of an assembly, to be in session,ἔτι τῆς ἐκκλησίας συνεστώσης Plu. Nic.28
; τῆς τῶν Νεμείων πανηγύρεως ς. Id.Phil.11; (Egypt, ii B.C.).IV to come or be put together, of parts,συνιστάμεν' ἄλλοθεν ἄλλα Emp. 35.6
, cf. E.Fr.910.6 (anap.), Pl.R. 530a;ἐπειδὴ πάντα συνειστήκει X.Cyr.6.1.54
;σ. ἐξ ὀλιγίστων μερῶν Pl.Ti. 56b
, cf. 54c; ἡ πόλις ἐξ οἰκιῶν ς. X.Mem.3.6.14; ἐξ ὧν ὁ κόσμος ς. Arist.EN 1141b2; esp. in military sense, ξυνεστὼς στρατός an organized army, E.IA 87; ἱππικὸν συνεστηκός an organized force of cavalry, X.An.7.6.26; τὸ συνεστηκὸς στράτευμα the organized force, D.8.17,46.b of a play, to be composed, Arist.Po. 1453b4; ἡ πολιτεία (compared to a tragedy) .c arise, take shape or body,τὸ συνιστάμενον κακόν D.18.62
, cf. 6.35;πόλις οὕτω συστᾶσα Pl.R. 546a
; ἐνταῦθα συνίστανται [ψύλλαι] Arist. HA 556b26, cf. Thphr.CP4.4.10, Sor.2.37, al., Gal.Vict.Att.9; σ. ἀπό τινος arise from.., Phld.Ir.p.76W.d in [tense] aor. 2 and [tense] pf., come into existence, exist, ;συμμαχία ἡ περὶ Κόρινθον συστᾶσα Isoc.4.142
;τοῦ καιροῦ τῆς τῶν γενημάτων συναγωγῆς συνεστηκότος PSI3.173.12
(ii B.C.);κεχωρίσθαι ἀπ' ἀλλήλων τῆς συστάσης αὐτοῖς συμβιώσεως BGU1102.9
(i B.C.);οἰκία.. σὺν τοῖς συνεστῶσι μέτροις καὶ πηχισμοῖς καὶ συνεστῶσι θεμελίοις Sammelb.5247.6
,11 (i A.D.).V to be compact, solid, firm,οὔτε σκιδνάμενον οὔτε συνιστάμενον Parm.2.4
; συνεστῶτα σώματα, of animals in good condition, X.Cyn.7.8, cf. Pl.Ti. 83a; acquire substance or consistency, of eggs, Arist.HA 567a28; of blood, honey, milk, ib. 516a5, 554a6, Hp.Vict.2.51; of the embryo, ; of the brain, ib. 744a22; of the bowels, Hp.Epid.3.17.ά, Coac. 589; ῥεῦμα συνεστηκός concentrated, Id.Medic.7; συνεστηκυῖα χιών congealed, frozen, Plb.3.55.2.VI to be contracted, συνεστῶτι τῷ προσώπῳ frowning, Plu. Demetr.17; τοῦ ξυνεστῶτος φρενῶν (cf.σύστασις B. 11.3
) E.Alc. 797; συνεστηκώς absorbed in thought, Men.Pk. 291.VII συνέστηκε c. acc. et inf., it is well known that.., = Lat. constat, Marcian.Peripl.1 Prooem.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνίστημι
-
84 σχίζω
Aσχίζον Pi.P. 4.228
: [tense] fut. : [tense] aor.ἔσχισα Od.4.507
([etym.] ἀπο-), h.Merc. 128, etc., [dialect] Ep. :—[voice] Pass., [tense] fut.σχισθήσομαι LXX Za. 14.4
: [tense] pf. ἔσχισμαι (v. infr.):—split, cleave,ῥινὸν ὀνύχεσσι Hes.
l.c.; ἔσχισε δώδεκα μοίρας, i.e. divided them into twelve parts, h.Merc.l.c.; σ. νῶτον γᾶς, of the plough, Pi. l.c.;σχίσσαις κεραυνῷ Ζεὺς χθόνα Id.N.9.24
; ;κάρα πελέκει S.
l.c.; esp. of wood, X.An. 1.5.12, etc.; of the wind,σ. περὶ πρῷραν τὰ κύματα Simon.25
(dub.); butπρῷρα σ. τὸ κῦμα Luc.Am.6
; [θάλασσα] σχιζομένη ταῖς κώπαις Placit.3.3.2
; ἔσχισε νῆα θάλασσα shattered it, AP9.40 (Zos.); σ. ὑποδήματα cut out, opp. νευρορραφεῖν, X.Cyr.8.2.5 (cf. πρόσχισμα); tear, ἱμάτιον Gloss.;τριβώνιον ἐσχισμένον BGU928.20
,22 (iii A.D.);οἱ ἀποθανόντες ἐσχισμένοις ἐνειλοῦνται ῥάκεσιν ὡς καὶ τὰ βρέφη Artem.1.13
.2 generally, part, separate, divide, Νεῖλος μέσην Αἴγυπτον σχίζων Hdt.l.c., cf. 4.49;σ. διχῇ τὸ γένος Pl.Sph. 264d
;κατὰ μῆκος Id.Ti. 36b
; σ. τὰς φλέβας divide them, ib. 77d:—[voice] Pass., ;φλὲψ σχιζομένη Hp.Art.20
;ἐσχίσθη ὁ ποταμός Hdt.1.75
; Νεῖλος σχίζεται τριφασίας ὁδούς branches into three channels, Id.2.17, cf. 15 (soὁ λύχνος ἔσχισται διδύμην φλόγα AP12.199
(Strat.)); ;σχιζομένης τῆς ὁδοῦ Hdt.7.31
; ἡ στρατιὴ ἐσχίζετο the army divided, Id.8.34; of a bird's wings (cf. σχιζόπτερος), Arist.PA 642b28; of feet divided into toes (cf. σχιζόπους), Id.HA 494a12; and of various parts of the body, ib. 495b4, 507a13; branch off, ἀπὸ [τοῦ στελέχους] Thphr.HP1.1.9;φύλλα ἐσχισμένα εἰς έ μοίρας Dsc.4.41
.3 σχίζειν γάλα make milk curdle, i. e. separate the whey from the curds, Id.2.70; cf.σχίσις 2
.II metaph. of divided opinions,σφεων ἐσχίζοντο αἱ γνῶμαι Hdt.7.219
, cf. X.Smp.4.59;ἐσχίσθησαν ταῖς γνώμαις Gal. 16.728
. (Cf. Lat. scindo, Goth. skaidan 'separate', etc.) -
85 φλεγμονικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φλεγμονικός
-
86 χεῦμα
A that which is poured, stream, χ. κασσιτέροιο stream of molten tin, Il.23.561;χ. θαλάσσης A.Fr.192.2
(anap.);πόντου E.Fr.316.2
, Trag.Adesp.157;ποτάμιον χ. ὑδάτων E.Hel. 1304
(lyr.);χ. Ἐρασίνου A.Supp. 1020
(lyr.), cf. Eu. 293; χ. ἀκήρατον pure spring water, S.OC 471; even σταθερὸν χ. standing water, A.Fr. 276; alsoἄνεμός ἐστιν ἠέρος ῥεῦμα καὶ χ. Hp.Flat.3
: pl., streams,Σκαμάνδρου Pi.N.9.39
, cf. A.Supp. 1028 (lyr.), E.Ph. 793 (lyr.).3 metaph., stream, flow,εὔμουσα χ. AP9.661
(Jul.Aeg.): of language, Longin.13.1.II pl., cast vessels, bowls,χεύματα ἀργύρεα κυκλοτερέα Hdt.1.51
, cf. Poll.10.82. -
87 ἀντιμετάβασις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιμετάβασις
-
88 ἀποχετεύω
A draw off water by a canal, Pl.Lg. 736b:—[voice] Pass., , cf. Arist.Pr. 867b13, M.Ant.12.2:—[voice] Med., metaph.,Πλάτων ἀπὸ τοῦ Ὁμηρικοῦ νάματος εἰς αὑτὸν μυρίας παρατροπὰς -σάμενος Longin.13.3
:—so in [voice] Act., 'canalize',τὴν Ὁμήρου ποίησιν Jul.Or.2.51a
.2 metaph.,ἀ. τὸ βάσκανον Plu.2.485e
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποχετεύω
-
89 ἁλμυρώδης
ἁλμῠρ-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁλμυρώδης
-
90 ῥάμμα
-
91 ῥέος
-
92 ῥευματικός
A ) subject to a discharge or flux,εἰς τοὺς ὀφθαλμούς Arist.Pr. 957b25
; ἕλκη ῥ. Dsc.2.126;τραῦμα Plu.2.131b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥευματικός
-
93 ῥευμάτιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥευμάτιον
-
94 ῥευματισμός
ῥευμᾰτ-ισμός, ὁ,= ῥεῦμα (signf. 111), Hp.Coac. 567, Dsc.1.82, 4.64, Gal.14.276, Arch.Pap.4.270 (iii A.D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥευματισμός
-
95 ῥύμα
A = ῥεῦμα, anything that flows, stream, IG9 (1).692.5 (Corc.): metaph.,θοὸν ῥ. δινεύουσα Orph.H.10.22
; ἁρμονίης ῥ. Procl.H.1.4. -
96 ἐξίημι
ἐξ-ίημι, herausschicken, entsenden, entlassen; ἐπὰν γόου ἐξ ἔρον εἵην, wenn ich die Luft zur Klage von mir getan, sie gestillt; φάρυγγος αἰϑέρ' ἐξιεὶς βαρύν, den Atem herausstoßen. Von Flüssen, mit u. ohne ῥεῠμα, also scheinbar intr.: sich ergießen; von sich entlassen, fortschicken -
97 θολερός
θολερός, kotig, schlammig, schmutzig; zunächst von verunreinigtem, trübem Wasser, τὸ ῥεῦμα. Auch ϑολερώτατος ἀήρ, trübe, neblig. Übh. unrein, schmutzig; τὸ ϑολερὸν περὶ τὴν δίαιταν τοῦ ϑρέμματος, die Unreinlichkeit. Übtr., beunruhigt, verwirrt, λόγοι, durch Leidenschaft getrübte, verwirrte Reden; Αἴας ϑολερῷ κεῖται χειμῶνι νοσήσας, in Sinnesverwirrung erkrankt -
98 ῥύμα
См. также в других словарях:
ῥεῦμα — that which flows neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρεύμα — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ.), στην πρώην επαρχία Λαρίσης του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Νέων Καρυών. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ.), στην πρώην επαρχία Μηθύμνης του νομού Λέσβου.… … Dictionary of Greek
ρεύμα ηλεκτρικό — Η τακτική κίνηση των ηλεκτρικών φορτίων, τόσο στα υλικά μέσα όσο και στο κενό, η οποία παράγεται όταν μεταξύ δύο σημείων του υλικού μέσου ή του χώρου μέσα στον οποίο εμφανίζεται το φαινόμενο, έχει εφαρμοστεί ένα ηλεκτρικό πεδίο. Τα φορτία που… … Dictionary of Greek
ρεύμα — το βλ. ρέμα, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δακτυλιοειδές ρεύμα — Ηλεκτρικό ρεύμα που ρέει προς τα δυτικά γύρω από τη Γη. Το ρεύμα αυτό οφείλεται σε μια ροή ηλεκτρονίων προς τα ανατολικά και μια ροή πρωτονίων προς τα δυτικά που έχουν παγιδευτεί στις ζώνες ακτινοβολίας Βαν Άλεν. Εξαιτίας της ροής αυτής του… … Dictionary of Greek
εναλλασσόμενο ρεύμα — Χρονικά μεταβαλλόμενο ηλεκτρικό ρεύμα που, στη διάρκεια μίας περιόδου, διαρρέει το κύκλωμα πότε κατά τη μία φορά και πότε κατά την αντίθετη, με μια συχνότητα ν ανεξάρτητη από τις σταθερές του κυκλώματος. Στην πιο απλή της μορφή η στιγμιαία τιμή… … Dictionary of Greek
τριφασικό ρεύμα — Το ρεύμα που παράγεται από τριφασική τάση. Για να κατανοήσουμε την παραγωγή τριφασικής τάσης χρησιμοποιούμε την εξής διάταξη: Παίρνουμε 3 πηνία και τα τοποθετούμε έτσι ώστε οι 3 άξονές τους να σχηματίζουν ανά 2 (γειτονικοί) γωνία 120°. Αν στον… … Dictionary of Greek
Μέγα Ρεύμα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.160 μ., 22 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νεβρόπολης Αγράφων … Dictionary of Greek
αγνοητές — Ρεύμα μονοφυσιτών του 4ου αι. Ονομάζονταν και θεμιστιανοί,από κάποιον Θεμίστιο, διάκονο. Υποστήριζαν ότι o Χριστός δεν είναι παντογνώστης και ότι αποκτά, με την πάροδο του χρόνου, νέες γνώσεις. Η διδασκαλία αυτή καταδικάστηκε πολλές φορές από την … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek