-
1 πηχυς
1) предплечье2) рука Hom. etc.ἀμφὴ δὲ παιδὴ βάλε πήχεε Hom. — (Пенелопа) обвила сына обеими руками
3) изгиб в середине лука ( служивший рукоятью при стрельбе)(τόξου π. Hom.)
4) рог лиры Her., Luc.5) пехий, локоть (мера длины; π. μέτριος содержал 24 δάκτυλοι, т.е. ок. 46 см, π. βασιλήϊος - 27 δάκτυλοι) Her., Xen., Plat.6) складная измерительная линейка Arph.7) угольник Anth.8) pl. οἱ πήχεις карлики (человечки, которые изображалась резвящимися вокруг гигантской фигуры бога Нила) Luc. -
2 πήχυς
(-εως) ο1) аршин (мера длины);τεκτονικός πήχυς 0,75 — м;
τετραγωνικός πήχυς 9/16 — кв. м;
βασιλικός πήχυς 1 — м;
εμπορικός πήχυς — аршин (=64 см);
2) анат.:ο πήχυς (τού χεριού) — предплечье;
3) длинная, тонкая, узкая доска;4) спорт. планка или верёвка (при прыжках в высоту) -
3 πῆχυς
{сущ., 4}предплечье, локоть (мера длины в 46 см.).Ссылки: Мф. 6:27; Лк. 12:25; Ин. 21:8; Откр. 21:17.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πῆχυς
-
4 πήχυς
{сущ., 4}предплечье, локоть (мера длины в 46 см.).Ссылки: Мф. 6:27; Лк. 12:25; Ин. 21:8; Откр. 21:17.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πήχυς
-
5 πῆχυς
предплечье, локоть (мера длины в 46 см.).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πῆχυς
-
6 εκκαιδεκαπηχυς
(πῆχυς = 46.24 см) Dem., Polyb.
-
7 δεκαπηχυς
(χάλκεος Ζεύς Her., κολοσσός Polyb., κεραυνός Luc.)
-
8 διπηχυς
-
9 δυωδεκαπηχυς
-
10 δυωκαιεικοσιπηχυς
-
11 εικοσιπηχυς
-
12 ενδεκαπηχυς
-
13 εννεαπηχυς
-
14 εξαπηχυς
-
15 εξπηχυς
-
16 επταπηχυς
-
17 ευπηχυς
-
18 ημιπηχυς
-
19 καλλιπηχυς
-
20 λευκοπηχυς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πῆχυς — forearm masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πήχυς — εως, ο / πῆχυς, εως και εος, ΝΜΑ, και πήχη, η, ΝΜ, και πήχης, ο, και πήχυ ή πήχι, ιού, το, Ν, αιολ. τ. πᾱχυς, ὁ, Α το αντιβράχιο, το τμήμα τού χεριού που περιλαμβάνεται από τον αγκώνα έως τον καρπό, έως την πηχεοκαρπική άρθρωση νεοελλ. αρχ. ο… … Dictionary of Greek
πήχει — πῆχυς forearm masc nom/voc/acc dual (attic epic) πῆχυς forearm masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηχέων — πῆχυς forearm masc gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηχῶν — πῆχυς forearm masc gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πᾶχυν — πῆχυς forearm masc acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πῆχυν — πῆχυς forearm masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πήχεας — πῆχυς forearm masc acc pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πήχεε — πῆχυς forearm masc nom/voc/acc dual (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πήχεες — πῆχυς forearm masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πήχεις — πῆχυς forearm masc nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)