-
1 ρυμα
-
2 ανελκυω...
ἀνελκύω...ἀνέλκω, ἀνελκύω1) тянуть вверх, вытягивать, поднимать(τάλαντα Hom.; δοκούς Thuc.; μοχλοῖς τι εἰς τὸ φῶς Arph.)
2) тащить насильно(τινά Arph.)
3) вытаскивать на берег(ναῦς Her., Thuc., Plut.)
4) преимущ. med. выдергивать, извлекать(ἔγχος Hom.)
ἀνέλκεσθαι τρίχας Hom. in tmesi — рвать на себе волосы;ἀ. ἑαυτὸν ἐκ τῆς ἀτυχίας Plut. — выбираться из беды5) натягивать(τόξου πῆχυν Hom.)
-
3 ανελκω
ἀνέλκω, ἀνελκύω1) тянуть вверх, вытягивать, поднимать(τάλαντα Hom.; δοκούς Thuc.; μοχλοῖς τι εἰς τὸ φῶς Arph.)
2) тащить насильно(τινά Arph.)
3) вытаскивать на берег(ναῦς Her., Thuc., Plut.)
4) преимущ. med. выдергивать, извлекать(ἔγχος Hom.)
ἀνέλκεσθαι τρίχας Hom. in tmesi — рвать на себе волосы;ἀ. ἑαυτὸν ἐκ τῆς ἀτυχίας Plut. — выбираться из беды5) натягивать(τόξου πῆχυν Hom.)
-
4 αφοπλιζω
снимать оружие, лишать оружия, разоружать(τινά Diod.)
ἀ. τινὰ τοῦ τόξου καὴ τῶν βελών Luc. — лишить кого-л. лука и стрел;ἀφοπλίζεσθαι ἔντεα Hom. — снимать с себя оружие -
5 κρισις
1) разделение, различение(τῶν διαφερόντων Arst.)
2) суждение, мнение(ἐπαινέειν τέν κρίσιν τινός Her.; κ. οὐκ ἔστιν ἀληθής Soph.)
τέν κρίσιν περί τινος ποιεῖσθαι Arst. — иметь суждение о чем-л.3) суд, решение, приговорἐν θεῶν κρίσει Aesch. — по приговору (т.е. повелению) богов;
ἥ τῶν ὅπλων κ. Plut. — решение об оружии (убитого Ахилла)4) суд, судебное разбирательствоτῷ πλήθει μεταδιδόναι τῆς κρίσεως Plat. — дать народу право участия в судебном разбирательстве;
τὸ μετέχειν κρίσεως καὴ ἀρχῆς Arst. — участие в судебной и административной жизни;προκαλεῖν τινα ἐς κρίσιν περί τινος Thuc. — привлекать кого-л. к судебной ответственности за что-л.;καθιστάναι ἑαυτὸν ἐς κρίσιν Thuc. — добровольно предстать перед судом5) состязание, спор(τῶν μνηστήρων Her.)
τόξου κ. Soph. — состязание в стрельбе из лука6) спор, тяжба(θεῶν ἔρις τε καὴ κ. Plat.; ψευοομαρτυριῶν κρίσεις Arst.)
7) выбор, избрание(τῶν ἀξίων Arst.)
8) исход, окончание:(τὸ Μηδικὸν ἔργον) δυοῖν ναυμαχίαιν καὴ πεζομαχίαιν ταχεῖαν τέν κρίσιν ἔσχεν Thuc. исход (персидской) войны был быстро решен двумя морскими и двумя сухопутными сражениями; μάχη κρίσιν οὐ λαβοῦσα Plut. безрезультатное сражение
9) (ис)толкование(κρίσεις ἐνυπνίων Plut.)
10) переломный момент, кризис(αἱ τῶν νόσων κρίσεις Arst.)
-
6 παλιντονος
-
7 πηχυς
1) предплечье2) рука Hom. etc.ἀμφὴ δὲ παιδὴ βάλε πήχεε Hom. — (Пенелопа) обвила сына обеими руками
3) изгиб в середине лука ( служивший рукоятью при стрельбе)(τόξου π. Hom.)
4) рог лиры Her., Luc.5) пехий, локоть (мера длины; π. μέτριος содержал 24 δάκτυλοι, т.е. ок. 46 см, π. βασιλήϊος - 27 δάκτυλοι) Her., Xen., Plat.6) складная измерительная линейка Arph.7) угольник Anth.8) pl. οἱ πήχεις карлики (человечки, которые изображалась резвящимися вокруг гигантской фигуры бога Нила) Luc. -
8 τανυστυς
-
9 εκκένωση
См. также в других словарях:
τόξου — τόξον bow neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek
κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
βέλος — Όπλο σχήματος μικρού ακοντίου, συνήθως από ξύλο, λίγο περισσότερο μακρύ από μισό μέτρο, που ρίχνεται με το τόξο. Εκτός από το ακόντιο, το β. αποτελείται από δύο κύρια μέρη, την αιχμή και τη γλυφή. Η πρώτη, προορισμένη να χτυπά τον στόχο, στους… … Dictionary of Greek
εύρος — Η απόσταση ανάμεσα στις πλησιέστερες πλευρές μιας επιφάνειας (αλλιώς φάρδος ή πλάτος). Ε. τόξου ονομάζεται η απόσταση μεταξύ των δύο άκρων του. (Αστρον.) Το συμπλήρωμα του αζιμουθίου αστέρα κατά την ανατολή ή τη δύση του. Δίνεται από τον τύπο:… … Dictionary of Greek
πήχυς — εως, ο / πῆχυς, εως και εος, ΝΜΑ, και πήχη, η, ΝΜ, και πήχης, ο, και πήχυ ή πήχι, ιού, το, Ν, αιολ. τ. πᾱχυς, ὁ, Α το αντιβράχιο, το τμήμα τού χεριού που περιλαμβάνεται από τον αγκώνα έως τον καρπό, έως την πηχεοκαρπική άρθρωση νεοελλ. αρχ. ο… … Dictionary of Greek
παράλλαξη — (Μαθημ.). Η γωνία που σχηματίζουν οι οπτικές κατευθύνσεις προς ένα ορισμένο αντικείμενο, όταν το παρατηρούμε από δύο διαφορετικά σημεία. Αν γνωρίζουμε την π. και την απόσταση μεταξύ των δύο σημείων παρατήρησης, είναι εύκολο να βρούμε την απόσταση … Dictionary of Greek
προβολέας — Συσκευή κατάλληλη να συγκεντρώνει το φως μιας πηγής σε δέσμη και να την κατευθύνει προς ορισμένη κατεύθυνση με σκοπό να φωτιστούν μακρινά αντικείμενα. Ο π. αποτελείται από οπτικές διατάξεις, ανακλώσες ή κατοπτρικές αν χρησιμοποιούνται κάτοπτρα,… … Dictionary of Greek