-
1 τεκτονικος
-
2 τεκτονικός
η, ό[ν]1) строительный; 2) масонский -
3 τεκτονικός
[тэктоникос] иг. строительный, плотнический, масонский. -
4 πήχυς
(-εως) ο1) аршин (мера длины);τεκτονικός πήχυς 0,75 — м;
τετραγωνικός πήχυς 9/16 — кв. м;
βασιλικός πήχυς 1 — м;
εμπορικός πήχυς — аршин (=64 см);
2) анат.:ο πήχυς (τού χεριού) — предплечье;
3) длинная, тонкая, узкая доска;4) спорт. планка или верёвка (при прыжках в высоту)
См. также в других словарях:
τεκτονικός — practised masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεκτονικός — ή, ό / τεκτονικός, ή, όν, ΝΜΑ [τέκτων, ονος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τέκτονα, σε ξυλουργό νεοελλ. 1. γεωλ. αυτός που αναφέρεται στη δομή και στις διατάξεις τών πετρωμάτων τού στερεού φλοιού τής γης (α. «τεκτονικός ιστός» β. «τεκτονικός… … Dictionary of Greek
τεκτονικός, -ή — ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους τέκτονες, οικοδόμους, ξυλουργούς: Τεκτονικά εργαλεία. 2. αυτός που αναφέρεται στον κλάδο της γεωλογίας «τεκτονική» (βλ. λ.): Τεκτονικός σεισμός. 3. αυτός που αναφέρεται στον τεκτονισμό, στους μασόνους, ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τεκτονικά — τεκτονικός practised neut nom/voc/acc pl τεκτονικά̱ , τεκτονικός practised fem nom/voc/acc dual τεκτονικά̱ , τεκτονικός practised fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεκτονικῶν — τεκτονικός practised fem gen pl τεκτονικός practised masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεκτονικόν — τεκτονικός practised masc acc sg τεκτονικός practised neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεκτονικαῖς — τεκτονικός practised fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεκτονικαί — τεκτονικός practised fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεκτονικοῖς — τεκτονικός practised masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεκτονικοί — τεκτονικός practised masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεκτονικοῦ — τεκτονικός practised masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)