-
1 βασιλικος
I3царский, царственный Aesch., Her., Xen., Plat., Arst., Plut.ἐγκλήματα βασιλικά Polyb. — обвинения в государственной измене;
ὀφειλήματα βασιλικά Polyb. — долги царюIIὅ (преимущ. pl.) приближенный царя, придворный, царедворец Polyb., Plut. -
2 βασιλικός
βασιλικός, ή, όν царский; царственный (ср. базилика - изначально «царское помещение» для суда и для торга, позже тип здания, особ. в христианской архитектуре) -
3 βασιλικός
η и ιά, ό[ν] 1. королевский; царский (тле. перен.);βασιλικός επίτροπος — а) королёвский комиссар; — б) королевский прокурор;
βασιλικά έξοδα — очень большие расходы;
§ βασιλική φλέβα — царская вена;
βασιλικόν ΰδωρ хим. — царская водка;
βασιλική διαταγή και τα σκυλιά δεμένα — погов, приказ старших — закон;
2. (ο)1) приверженец царской власти, роялист, монархист; 2) бот. базилик душистый -
4 βασιλικός
{прил., 5}царский, царственный; как сущ. царедворец, приближенный царя.Ссылки: Ин. 4:46, 49; Деян. 12:20, 21; Иак. 2:8.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > βασιλικός
-
5 βασιλικός
{прил., 5}царский, царственный; как сущ. царедворец, приближенный царя.Ссылки: Ин. 4:46, 49; Деян. 12:20, 21; Иак. 2:8.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > βασιλικός
-
6 βασιλικὸς
царский [чиновник]βασιλικόςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > βασιλικὸς
-
7 βασιλικός
царский [чиновник]βασιλικὸςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > βασιλικός
-
8 βασιλικός
царский, царственный; как сущ. царедворец, приближенный царя.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > βασιλικός
-
9 βασιλικός
3 царский -
10 βασιλικός
[василикос] ас. царский, королевский. -
11 βασιλικός
[василикос] ουσ α (φυτ) базилик. -
12 Ανύπαντρος βασιλικός όπου κι αν πάει μυρίζει
• Холостяк всюду желанный гостьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ανύπαντρος βασιλικός όπου κι αν πάει μυρίζει
-
13 Ιππων
I.(город в Ливии, на берегу Нумидийского залива) Polyb.
II.- ωνος ὅ Гиппон (родом из Регия, философ, близкий по идеям и, предполож., по времени к ионической школе, особенно к Фалесу) Arst., Sext. -
14 ανύπανδρος
ος, ον, ανύπαντρος, η, ο неженатый, холостой; незамужняя;§ ανύπα βασιλικός όπου κ' άν πάει μυρίζει — погов. холостяк везде желанный гость
-
15 επίτροπος
ο1) опекун; 2) управляющий, заведующий;επίτροπος ναού — церковный староста;
3) комиссар; уполномоченный; представитель;του λαού — народный комиссар;βασιλικός (κυβερνητικός) επίτροπος — королевский (правительственный) комиссар;
επίτροπος στρατοδικείου — военный прокурор;
επισκοπικός ( — или αρχιερατικός) επίτροπος — наместник епископа
-
16 πήχυς
(-εως) ο1) аршин (мера длины);τεκτονικός πήχυς 0,75 — м;
τετραγωνικός πήχυς 9/16 — кв. м;
βασιλικός πήχυς 1 — м;
εμπορικός πήχυς — аршин (=64 см);
2) анат.:ο πήχυς (τού χεριού) — предплечье;
3) длинная, тонкая, узкая доска;4) спорт. планка или верёвка (при прыжках в высоту) -
17 937
{прил., 5}царский, царственный; как сущ. царедворец, приближенный царя.Ссылки: Ин. 4:46, 49; Деян. 12:20, 21; Иак. 2:8.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 937
См. также в других словарях:
βασιλικός, -η — βασιλικός, ή και ιά, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο βασιλιά: Τα βασιλικά κτήματα θα περιέλθουν στο δημόσιο. 2. οπαδός του βασιλικού πολιτεύματος: Οι βασιλικοί στην Ελλάδα αποτελούν μειοψηφία. 3. αυτός που απορρέει ή αρμόζει σε βασιλιά:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βασιλικός — royal masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασιλικός — royal masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασιλικός — (ocimum basilicum). Φυτό ποώδες, μονοετές, κηπευτικό, πολύ αρωματικό, της οικογένειας των χειλανθών, ύψους 25 60 εκ. Έχει κόμη λίγο ή πολύ διακλαδισμένη, φύλλα ωοειδή, μυτερά, ακέραια ή οδοντωτά, ανώμαλα στην άνω επιφάνεια, πράσινα, έντονα ή… … Dictionary of Greek
βασιλικός — ο το φυτό «Ώκιμον το βασιλικόν»: Τα γλαστράκια με βασιλικό διώχνουν τα κουνούπια το καλοκαίρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βασιλικὸς μόλιβδος οὐ καταδύεται. — См. Казенное добро в воде не тонет, в огне не горит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Βασιλίκος, Άγγελος — Αγωνιστής του 1821. Πολέμησε στην κεντρική Μακεδονία μαζί με άλλους καπεταναίους, που έφτασαν έως τα περίχωρα της Θεσσαλονίκης. Ο ίδιος έγραψε στις 4 Ιουνίου 1821 στον Εμ. Παπά: «Ιδού με την δύναμιν του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού εκινήθημεν εις… … Dictionary of Greek
Βασιλικός, Βασίλης — (Καβάλα 1934 –). Συγγραφέας. Σπούδασε νομικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Εργάστηκε ως σκηνοθέτης σε ελληνικές ταινίες ντοκιμαντέρ και συνεργάστηκε με τον Νίκο Κούνδουρο στο σενάριο της ταινίας Μικρές Αφροδίτες. Ανέλαβε επίσης… … Dictionary of Greek
Άνω Βασιλικός — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 230 κάτ.) της Ζακύνθου. Βρίσκεται στα ανατολικά παράλια του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζακυνθίων του νομού Ζακύνθου … Dictionary of Greek
βασιλικά — βασιλικός royal neut nom/voc/acc pl βασιλικά̱ , βασιλικός royal fem nom/voc/acc dual βασιλικά̱ , βασιλικός royal fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασιλικώτερον — βασιλικός royal adverbial comp βασιλικός royal masc acc comp sg βασιλικός royal neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)