-
1 τετραγωνικός
η, ό[ν]1) квадратный, четырёхугольный;τετραγωνικό μέτρο — квадратный метр;
τετραγωνική ρίζα — квадратный корень;
2) перен. основательный; неопровержимый;τετραγωνικο επιχείρημα — неопровержимый довод;
§ τετραγωνικό μυαλό — светлая голова
-
2 τετραγωνικός
[тэтрагноникос] επ квадратный, четвсроугольный. -
3 πήχυς
(-εως) ο1) аршин (мера длины);τεκτονικός πήχυς 0,75 — м;
τετραγωνικός πήχυς 9/16 — кв. м;
βασιλικός πήχυς 1 — м;
εμπορικός πήχυς — аршин (=64 см);
2) анат.:ο πήχυς (τού χεριού) — предплечье;
3) длинная, тонкая, узкая доска;4) спорт. планка или верёвка (при прыжках в высоту)
См. также в других словарях:
τετραγωνικός — of a square masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραγωνικός — ή, ό / τετραγωνικός, ή, όν, ΝΑ [τετράγωνος] αυτός που έχει σχήμα τετραγώνου, τετράγωνος νεοελλ. 1. μτφ. ακαταγώνιστος, ακαταμάχητος («τετραγωνικό επιχείρημα») 2. χημ. (για χαρακτηρισμό μιας μορφής υβριδίωσης) αυτή στην οποία συμμετέχουν τέσσερα… … Dictionary of Greek
τετραγωνικός — ή, ό 1. τετράγωνος: Τετραγωνικό μέτρο. 2. στερεός, ακαταμάχητος: Τετραγωνικά επιχειρήματα. 3. φρ., «τετραγωνική ρίζα ενός αριθμού α», ο αριθμός που όταν πολλαπλασιαστεί με τον εαυτό του δίνει τον α … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τετραγωνικά — τετραγωνικός of a square neut nom/voc/acc pl τετραγωνικά̱ , τετραγωνικός of a square fem nom/voc/acc dual τετραγωνικά̱ , τετραγωνικός of a square fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραγωνικῶν — τετραγωνικός of a square fem gen pl τετραγωνικός of a square masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραγωνικόν — τετραγωνικός of a square masc acc sg τετραγωνικός of a square neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραγωνικαῖς — τετραγωνικός of a square fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραγωνικαί — τετραγωνικός of a square fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραγωνικοῦ — τετραγωνικός of a square masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραγωνικούς — τετραγωνικός of a square masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραγωνικῆς — τετραγωνικός of a square fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)