-
1 εμπορικος
3торговый, коммерческий(χρήματα Arph., Plut.; τέχνη Plat.; πόλις Arst.; δίκαι Arst., Dem.; φόρτος Plut.)
ἐμπορικὰ διηγήματα ирон. Polyb. — купеческие россказни, бредни -
2 εμπορικός
η, ό[ν] торговый; коммерческий;εμπορικός πράκτορας
(или αντιπρόσωπος) торговый агент;εμπορικός ακόλουθος — торгпред;
εμπορική αντιπροσωπεία — торгпредство;
εμπορική συνθήκη (συμφωνία) — торговое соглашение (договор);
εμπορικό σκάφος — торговое судно;
εμπορικόν ναυτικόν — или εμπορικός στόλος — торговый флот;
εμπορικόν επιμελητήριον — торговая палата;
εμπορικός οίκος — торговая, фирма;
εμπορικο δίκτυο — торговая сеть;
κατάστιχα — торговые книги;εμπορικός αποκλεισμός — экономическая блокада
-
3 εμπορικός
[эмборикос] επ торговый. -
4 ακόλουθος
η, ο [ος, ον ] 1.1) следующий; последующий; 2) последовательный; 2. (ο) 1) сопровождающее лицо; 2) приспешник, сателлит; 3) младший чин, ранг (государственного служащего); 4) дип атташе;στρατιωτικός (εμπορικός) ακόλουθος — военный (торговый) атташе;
ακόλουθος τύπου — пресс-атташе
-
5 αντιπρόσωπος
ο, η представитель, -ница; делегат, -ка;διπλωματικός (εμπορικός) αντιπρόσωπος — дипломатический (торговый) представитель;
βουλή των αντιπροσώπων палата представителей -
6 οίκος
ο1) дом;ο κατ' οίκον περιορισμός — домашний арест;
2) знатный род; известная семья;3) предприятие; фирма; компания;εμπορικός οίκος — торговая фирма;
εκδοτικός οίκο — издательство;
4) аппарат, администрация президента или короля;ο στρατιωτικός οίκος τού βασιλέως — военный аппарат, военная администрация при короле;
5) дом, заведение;οίκος του φοιτητού — общежитие, пансион, интернат для студентов;
γ τα εν οίκω μη εν δήμω погов, не выносить сора из избы -
7 πήχυς
(-εως) ο1) аршин (мера длины);τεκτονικός πήχυς 0,75 — м;
τετραγωνικός πήχυς 9/16 — кв. м;
βασιλικός πήχυς 1 — м;
εμπορικός πήχυς — аршин (=64 см);
2) анат.:ο πήχυς (τού χεριού) — предплечье;
3) длинная, тонкая, узкая доска;4) спорт. планка или верёвка (при прыжках в высоту) -
8 πράκτορας
-
9 στόλος
ο флот;πολεμικός (εμπορικός) στόλος — военно-морской (торговый) флот;
στόλος των ποταμών — или ποτάμιος στόλος — речной флот
-
10 σύλλογος
ο объединение; общество, товарищество, ассоциация;коллегия; коллектив; клуб;εμπορικός σύλλογος — торговое объединение;
σύλλογος δημοσίων υπαλλήλων — ассоциация государственных служащих;
αθλητικός σύλλογος — спортивное общество;
ποδοσφαιρικός σύλλογος — футбольный клуб;
δικηγορικός σύλλογος — коллегия адвокатов;
§ εκλογικός σύλλογος — избиратели (избирательного округа, участка и т. п.)
-
11 υπάλληλος
ος, ο[ν] 1. подчинённый;υπάλληλος εννοια — узкое понятие;
υπάλληλος κρίσις — частное суждение;
2. (ο, η) служащей, -ая; сотрудни|к, -ца (учреждения);δημόσιος υπάλληλος — государственный служащий, чиновник;
τραπεζικός (εμπορικός) υπάλληλος — банковский (торговый) служащий;
ανώτερος υπάλληλος — старший сотрудник
См. также в других словарях:
ἐμπορικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπορικός — ή, ό (AM ἐμπορικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον έμπορο ή στο εμπόριο («εμπορικός οίκος, σύλλογος, σύμβαση, σχολή, λιμάνι κ.λπ.») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εμπορικό κατάστημα πωλήσεως υφασμάτων, ψιλικών ή ειδών νεωτερισμού κ.λπ.,… … Dictionary of Greek
εμπορικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στο εμπόριο ή τον έμπορο (βλ. λ.) 2. το ουδ. ως ουσ., εμπορικό κατάστημα υφασμάτων, ειδών νεοτερισμού ή ψιλικών, εμπορικό κατάστημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐμπορικά — ἐμπορικός of neut nom/voc/acc pl ἐμπορικά̱ , ἐμπορικός of fem nom/voc/acc dual ἐμπορικά̱ , ἐμπορικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπορικώτερον — ἐμπορικός of adverbial comp ἐμπορικός of masc acc comp sg ἐμπορικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπορικῶν — ἐμπορικός of fem gen pl ἐμπορικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπορικόν — ἐμπορικός of masc acc sg ἐμπορικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπορικαῖς — ἐμπορικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπορικαί — ἐμπορικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπορικοῖς — ἐμπορικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπορικοί — ἐμπορικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)