Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πάρνοψ

См. также в других словарях:

  • πάρνοψ — locust masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάρνοψ — και πόρνοψ, οπος, ὁ, Α είδος ακρίδας («ἀπό τῶν παρνόπων, οὕς οἱ Οἰταῑαι κόρνοπας λέγουσι», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει προταθεί η σύνδεση τού τ. με τα περκνός «μαύρος», «πράκνον μέλανα» (Ησύχ.) και περκνό πτερος. Ο τ. εμφανίζει κατάλ …   Dictionary of Greek

  • παρνόπων — πάρνοψ locust masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάρνοπα — πάρνοψ locust masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάρνοπας — πάρνοψ locust masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάρνοπες — πάρνοψ locust masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάρνοπι — πάρνοψ locust masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάρνοπος — πάρνοψ locust masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάρνοψι — πάρνοψ locust masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρνοψ — κόρνοψ, οπος, ὁ (Α) είδος ακρίδας, ο πάρνοψ* («ἀπὸ τῶν παρνόπων, οὓς οἱ Οἰταῑοι κόρνοπας λέγουσι», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τών πόρνοψ, πάρνοψ*] …   Dictionary of Greek

  • Apollo — This article is about the Greek and Roman god. For other uses, see Apollo (disambiguation) and Phoebus (disambiguation). Not to be confused with Phobos (mythology). Apollo …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»