-
1 Locust
subs.Ar. πάρνοψ, ὁ, ἀκρίς, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Locust
См. также в других словарях:
πάρνοψ — locust masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάρνοψ — και πόρνοψ, οπος, ὁ, Α είδος ακρίδας («ἀπό τῶν παρνόπων, οὕς οἱ Οἰταῑαι κόρνοπας λέγουσι», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει προταθεί η σύνδεση τού τ. με τα περκνός «μαύρος», «πράκνον μέλανα» (Ησύχ.) και περκνό πτερος. Ο τ. εμφανίζει κατάλ … Dictionary of Greek
παρνόπων — πάρνοψ locust masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάρνοπα — πάρνοψ locust masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάρνοπας — πάρνοψ locust masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάρνοπες — πάρνοψ locust masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάρνοπι — πάρνοψ locust masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάρνοπος — πάρνοψ locust masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάρνοψι — πάρνοψ locust masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρνοψ — κόρνοψ, οπος, ὁ (Α) είδος ακρίδας, ο πάρνοψ* («ἀπὸ τῶν παρνόπων, οὓς οἱ Οἰταῑοι κόρνοπας λέγουσι», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τών πόρνοψ, πάρνοψ*] … Dictionary of Greek
Apollo — This article is about the Greek and Roman god. For other uses, see Apollo (disambiguation) and Phoebus (disambiguation). Not to be confused with Phobos (mythology). Apollo … Wikipedia