Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πόκαι

См. также в других словарях:

  • πόκος — ὁ, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόκτος, ετεροκλ. πληθ. πόκες και πόκαι, αί, Α ακατέργαστο μαλλί κουρεμένου προβάτου αρχ. 1. κοτσίδα κατεργασμένου ερίου, τουλούπα μαλλιού 2. παροιμ. α) «εἰς ὄνου πόκας» σε μέρος που κουρεύουν τα γαϊδούρια, δηλ. πουθενά β) «ὄνου… …   Dictionary of Greek

  • Πόκιος — ὁ, Α ονομασία μήνα στη Λοκρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόκαι (βλ. λ. πόκος) + επίθημα ιος (πρβλ. Βάκχ ιος)] …   Dictionary of Greek

  • ποκάρι — το / ποκάριον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. το σύνολο τού ερίου από την κουρά προβάτου, ο πόκος 2. όγκος ερίου μσν. αρχ. μικρή ποσότητα ερίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού τ. πόκαι (βλ. λ. πόκος), πρβλ. μυκην. poka = πόκη] …   Dictionary of Greek

  • ποκάς — άδος, ἡ, Α οι τρίχες τού κεφαλιού, κόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόκαι (βλ. λ. πόκος) + επίθημα άς, άδος (πρβλ. θαμν άς)] …   Dictionary of Greek

  • ποκίζω — και ποκάζω Α [πόκαι] 1. κουρεύω 2. (ιδίως στο μέσ.) ποκίζομαι κουρεύω για δική μου χρήση («τίς τρίχας ἀντ ἐρίων ἐποκίξατο;», Θεόκρ.) …   Dictionary of Greek

  • ποκούμαι — όομαι, Α [πόκαι] καλύπτομαι σαν με μαλλί …   Dictionary of Greek

  • ποκύφος — ὁ, Α εριοϋφάντης, υφαντής μάλλινων υφασμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόκαι + υφος (< ὑφαίνω), πρβλ. ταπίδ υφος] …   Dictionary of Greek

  • πόκες — και πόκαι, αἱ, Α βλ. πόκος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»