-
1 κοπριαίρετος
A sportellarius, Gloss.: —also [suff] κοπρ-ίαρτος, ([etym.] αἴρω) taken from the rubbish-heap, i. e. foundling, prob. for κηπρ- in PGnom. 210 (ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοπριαίρετος
-
2 κοπραγωγέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοπραγωγέω
-
3 κοπραγωγός
κοπρ-ᾰγωγός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοπραγωγός
-
4 κόπρανα
κόπρ-ᾰνα, τά,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κόπρανα
-
5 κοπρεαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοπρεαῖος
-
6 κόπρειος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κόπρειος
-
7 κοπρεύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοπρεύω
-
8 κοπρέω
-
9 κοπρεών
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοπρεών
-
10 κοπρηγέω
A carry dung, PFay.118.19 (ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοπρηγέω
-
11 κοπρηγία
κοπρ-ηγία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοπρηγία
-
12 κοπρηγός
κοπρ-ηγός, όν,A conveying dung,πλοῖον PLond.2.317.8
(ii A. D.): Subst. - ηγόν, τό, dung-cart, PFay. 119.33 (pl., 100 A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοπρηγός
-
13 κοπρία
-
14 κοπριακός
A concerning manure, PGoodsp.Cair.30 xxxiv 16 (ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοπριακός
-
15 κοπρίας
A buffoons, a word first used under the Roman emperors, D.C.50.28, 73.6: Lat. copreae, Suet. Tib.61. (Perh. so called because ἐκ κοπρίας ἀναιρεθέντες, or because of their obscenity.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοπρίας
-
16 κοπρίζω
A dung, manure,τέμενος μέγα κοπρίσσοντες Od.17.299
(v.l. for κοπρήσοντες), cf. Thphr.CP3.9.1,4.12.3, Sammelb.5126.27 (iii A. D.); act as manure, of leguminous plants, Thphr.HP8.9.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοπρίζω
-
17 κοπριήμετος
κοπρ-ιήμετος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοπριήμετος
-
18 κόπρινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κόπρινος
-
19 κόπριον
κόπρ-ιον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κόπριον
-
20 κόπρισις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κόπρισις
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μυρσινεών — μυρσινεών, ὁ (Α) μυρσινώνας, άλσος μυρσινών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρσίνη + κατάλ. εών (πρβλ. κοπρ εών, χοιρ εών)] … Dictionary of Greek
μυσαρώνυμος — μυσαρώνυμος, ον (Μ) αυτός τού οποίου το όνομα προκαλεί αποστροφή, βδελυγμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυσαρός + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. κοπρ ώνυμος. Το ω τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
μύρτων — μύρτων, ὁ (Α) σκωπτική ονομασία μαλθακού και θηλυπρεπούς ανθρώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος + κατάλ. ων (πρβλ. κισσ ών, κοπρ ών)] … Dictionary of Greek
ωνούμαι — έομαι, ΜΑ, και κρητ. τ. μτχ. ενεστ. ὠνώμενος, ένη, ον, Α 1. αγοράζω 2. διαπραγματεύομαι κάτι, παζαρεύω 2. (ειδικότερα) α) (με δοτ. προσ.) αγοράζω κάτι από κάποιον β) (με γεν. και σπάν. με δοτ. τής τιμής) αγοράζω κάτι αντί ενός χρηματικού ποσού 3 … Dictionary of Greek