Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πίτυς

См. также в других словарях:

  • πίτυς — ος, η, ΝΜΑ 1. είδος πεύκου γνωστό και ως κουκουναριά ή στοφιλιά ή ήμερο πεύκο, ψηλό δέντρο που από νεαρή ηλικία παίρνει χαρακτηριστικό σχήμα ομπρέλας, που τό διακρίνει από τα άλλα ελληνικά πεύκα 2. φρ. «χαλέπειος πίτυς» είδος δέντρου εξαιρετικά… …   Dictionary of Greek

  • Πίτυς — Πίτῡς , Πίτυς pine masc acc pl Πίτυς pine masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίτυς — πίτῡς , πίτυς pine fem acc pl πίτυς pine fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πιτύεσσι — Πίτυς pine masc dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιτύεσσι — πίτυς pine fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πιτύοιν — Πίτυς pine masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιτύοιν — πίτυς pine fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πιτύων — Πίτυς pine masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιτύων — πίτυς pine fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πίτυ — Πίτυς pine masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίτυ — πίτυς pine fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»