Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πτέρ-υ-ξ

См. также в других словарях:

  • Πτέρ' — Πτέρα , Πτέρης masc voc sg Πτέρα , Πτέρης masc nom sg (epic) Πτέραι , Πτέρης masc nom/voc pl Πτέρᾱͅ , Πτέρης masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτέρ' — πτέρι , πτέρις male fern fem voc sg πτέρι , πτέρις male fern fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • isopterous — adjective see isoptera * * * /uy sop teuhr euhs/, adj. belonging or pertaining to social insects of the order Isoptera, comprising the termites. [ < NL Isopter(a) + OUS; see ISO , PTEROUS] * * * isopˈterous adjective • • • Main E …   Useful english dictionary

  • Pteranodon — Taxobox name = Pteranodon fossil range = Mid Late Cretaceous image width = 220px image caption = Pteranodon sternbergi regnum = Animalia phylum = Chordata classis = Sauropsida ordo = Pterosauria subordo = Pterodactyloidea superfamilia =… …   Wikipedia

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

  • εφυπνίδιος — ἐφυπνίδιος, ον (Α) αυτός που φέρνει ύπνο, που οδηγεί σε ύπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *ὑπνίδιος (< ὕπνος + κατάλ. ιδιος), πρβλ. θαλασσ ίδιος, πτερ ίδιος) …   Dictionary of Greek

  • κόκκυγας — Το κυριότερο ακραίο οστό της σπονδυλικής στήλης. Έχει επίπεδο, τριγωνικό σχήμα και ενώνεται με την κάτω επιφάνεια του ιερού οστού. Ο κ. σχηματίζεται από τη συνένωση των τελευταίων τεσσάρων έως έξι σπονδύλων, οι οποίοι είναι ατροφικοί. Η βάση του… …   Dictionary of Greek

  • λατύσσω — (Α) (μέσ. παθ.) λατύσσομαι χτυπώ, προκαλώ ήχο, πάταγο («θάλασσα λατυσσομένη πτερύγεσσιν», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει εκφραστικό επίθημα ύσσω (πρβλ. αιθ ύσσω, πτερ ύσσομαι), είναι όμως άγνωστης κατά τα άλλα ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • μεσίδιος — μεσίδιος, ποιητ. τ. μεσσίδιος, ία, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στο μέσο, ο μεσαίος 2. φρ. «δικαστής μεσίδιος» ο μεσίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος + κατάλ. ίδιος (πρβλ. ορθρ ίδιος, πτερ ίδιος). Για τον τ. με δύο σ βλ. λ. μέσος] …   Dictionary of Greek

  • μετωπίδιος — μετωπίδιος, ία, ον (Α) μετωπιαίος, μετωπικός, τού μετώπου («μετωπίδιος ἱδρώς», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτωπον + επίθημα ίδιος (πρβλ. πτερ ίδιος, ωμ ίδιος)] …   Dictionary of Greek

  • μητρίδιος — μητρίδιος, ία, ον (Α) 1. αυτός που έχει μήτρα 2. (κατ. επέκτ.) γεμάτος σπόρους, γόνιμος, καρπερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτρα (Ι) + κατάλ. ίδιος (πρβλ. πτερ ίδιος, ωμ ίδιος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»