Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πτύξ

См. также в других словарях:

  • πτύξ — layer fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτύξ — πτυχός, ἡ, Α βλ. πτυχή …   Dictionary of Greek

  • πτυξί — πτύξ layer fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτυχί — πτύξ layer fem dat sg πτυχίς slab fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτυχῶν — πτύξ layer fem gen pl πτυχή layer fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτυχός — πτύξ layer fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτύχα — πτύξ layer fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτύχας — πτύξ layer fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτύχες — πτύξ layer fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτυχή — η, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. πτύξ, πτυχός, Α 1. καθεμιά από τις αναδιπλώσεις επιφάνειας που έχει διπλωθεί ή ζαρώσει, και ιδίως υφάσματος, δίπλα, πτύχωση (α. «οι πτυχές τής κουρτίνας» β. «ῥαγέντων χλανιδίων ὑπὸ πτυχὰς ἔφαινε μηρόν», Χαιρήμ. γ. «δάκρυσι… …   Dictionary of Greek

  • Marine hatchetfish — Marine hatchetfishes Half naked Hatchetfish, Argyropelecus hemigymnus with a crustacean Scientific classification Domain …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»