-
1 πτυχή
πτυχήlayer: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
2 πτυχή
-ῆς ἡ N 1 0-2-0-0-0=2 1 Kgs 6,34(bis)panel (of a door) -
3 πτυχή
-
4 πτυχή
1) crease2) fold3) plait4) tuckΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πτυχή
-
5 πτυχαί
πτυχήlayer: fem nom /voc pl -
6 πτυχήν
πτυχήlayer: fem acc sg (attic epic ionic) -
7 πτύξ
Aπτῠχί Il. 20.22
: pl. πτύχες, πτύχας, 7.247, al., Hes.Sc. 143, etc.: after Hom. [full] πτῠχή, ῆς, which prevails in Pi. (v. infr. 11) and Trag.; the metre requires acc. sg. πτύχα in E.Supp. 979 (lyr.), but acc. pl. πτυχάς in S.Fr. 144; in other places either πτύχας or πτυχάς will suit the metre:—poet. word, layer, plate, mostly in pl., σάκεος πτύχες plates of metal or leather, in strong shields, Il.18.481, cf. 7.247, 20.269, Hes.Sc. 143.2 fold (i.e. folded piece) of a garment, in pl., first in h.Cer. 176, then in S.Fr. 494, E.Supp. 979 (lyr.); of the entrails, κατὰ σπλάγχνων πτυχάς ib. 212;εἰς τὰς πτυχάς Arist.HA 549a17
; coats of the stomach, Gal.2.556; layers of muscles, Id.18(2).944.3 writing tablets,ἐν πτυχαῖς βίβλων κατεσφραγισμένα A.Supp. 947
;γραμμάτων πτυχὰς ἔχων S.Fr. 144
;ἐν δέλτου πτυχαῖς E.IA98
, cf. IG9 (1).880.10 (Corc.).II in hilly country, folds, glens,κατὰ πτύχας Οὐλύμποιο Il.11.77
; πτύχες ἠνεμόεσσαι (from the wind that rushes down narrow mountain-clefts), Od.19.432; also in sg., πτυχὶ Οὐλύμποιο, Παρνησοῖο, Il.20.22, h.Ap. 269, h.Merc. 555; πτυχαὶ Κρισαῖαι, Πίνδου, Πέλοπος, Pi.P.6.18,9.15, N.2.21; , cf. E.Supp. 757, Ba.62, Andr. 1277;Αὐλίδος κατὰ πτυχάς Id.IT 1082
, cf. 9: also of the sky, πτυχαὶ αἰθέρος, οὐρανοῦ, Id.Or. 1631, Hel.44, Ph.84: sg.,μέχρις οὐρανοῦ πτυχός Ezek.Exag.69
.III metaph., ὕμνων πτυχαί folds of song, i.e. sinuous songs, Pi.O.1.105.IV acc. pl. πτυχάς or πτύχας leaves of a folding door, metaph., ὁ κλείσας οὐρανοῦ δισσὰς π. PMag.Par.1.190; nom. πτύχες, = θύραι, σανίδες, Poll.10.24.V πτυχή, ἡ, the part of a ship on which her name was inscribed, Sch.A.R.1.1089; cf. πτυχίς. -
8 πτυχής
-
9 πτυχῆς
-
10 πτυχαίς
-
11 πτυχαῖς
-
12 πτυχαίσι
-
13 πτυχαῖσι
-
14 πτυχαίσιν
-
15 πτυχαῖσιν
-
16 πτυχών
-
17 πτυχῶν
-
18 πτυχάς
πτυχά̱ς, πτυχήlayer: fem acc pl -
19 διαπτυχή
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαπτυχή
-
20 πολύπτυχος
A of or with many folds; esp. of mountains, with many valleys,πολυπτύχου Οὐλύμποιο Il.8.411
, cf. 20.5, Hes.Th. 113;Ἴδης ἐν κνημοῖσι πολυπτύχου Il.21.449
, cf. 22.171, etc.; χθών, of the mountainous tract of Phocis, E.IT 677; of a compress, many times folded,σπλήν Hp.Fract.8
, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύπτυχος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πτυχή — layer fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτυχή — η, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. πτύξ, πτυχός, Α 1. καθεμιά από τις αναδιπλώσεις επιφάνειας που έχει διπλωθεί ή ζαρώσει, και ιδίως υφάσματος, δίπλα, πτύχωση (α. «οι πτυχές τής κουρτίνας» β. «ῥαγέντων χλανιδίων ὑπὸ πτυχὰς ἔφαινε μηρόν», Χαιρήμ. γ. «δάκρυσι… … Dictionary of Greek
πτυχή — η 1. αναδίπλωση υφάσματος, χαρτιού κτλ., δίπλα, σούρα, ζάρα, πιέτα. 2. καθετί που μοιάζει με πτυχή, κυματοειδής ή αυλακοειδής σχηματισμός: Πτυχές του εδάφους. 3. κάθε αναδίπλωση υμένα, μεμβράνης, δέρματος ή του εγκεφάλου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιγλωττίδα — Πτυχή από τένοντα πίσω από τη γλώσσα. Κρέμεται πάνω από την είσοδο στον λάρυγγα και προλαμβάνει την είσοδο σε αυτόν τροφής ή υγρών. επιγλωττίτιδα. Σοβαρή και ενίοτε μοιραία φλεγμονή της ε. (του ιστού που κρέμεται στο πίσω μέρος του λαιμού και… … Dictionary of Greek
πτυχαῖς — πτυχή layer fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτυχαῖσι — πτυχή layer fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτυχαῖσιν — πτυχή layer fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτυχαί — πτυχή layer fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτυχῆς — πτυχή layer fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτυχήν — πτυχή layer fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτύχωση — (Γεωλ.). Στη γεωλογία είναι το φαινόμενο κατά το οποίο τα στρώματα των πετρωμάτων, υποκείμενα σε σύνθετες δυνάμεις, οι οποίες αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια των μεγάλων ορογενετικών κινήσεων του γήινου φλοιού, ανυψώνονται και πτυχώνονται,… … Dictionary of Greek