-
1 πτέρυγες
πτέρυξwing: fem nom /voc pl -
2 πτέρυξ
πτέρυξ (Aπτερύξ Aristarch.
ap. Hdn.Gr.1.45), ῠγος, ἡ: [dialect] Ep. dat. pl. πτερύγεσσι: ([etym.] πτερόν):— wing of a bird, Il.2.316; mostly pl., ib. 462, Od.2.149, Hes.Sc. 134, A.Ag.52 (anap.), etc.; λευκὴ πτεροῖσι, πλὴν.. ἄκρων τῶν πτερύγων white in its plumage, save.. the tips of the wings, of the ibis, Hdt.2.76; of Eros and Nike, Aristopho 11.8: metaph., κινοῦντα πτέρυγας ἤδη 'trying your wings', Lib.Ep.155.2.2 winged creature, bird, AP6.12 (Jul.).1 in pl.,= πτερύγια, fins of fish, Arist. HA 505b21, Mir. 835b10, Ael.NA11.24; flippers of seals, Arist. PA 697b5; of dolphins and whales, Id.HA 537b3; of the tortoise, Nic.Al. 559.2 pl., feathery foliage, Thphr.HP3.9.6.b = ἄσπληνος 1, Dsc.3.134.3 blade of the steering-paddle, IG22.1607.74: hence, rudder, S.Fr. 1083; ἑξήρετμοι π., of oars, Epigr.Gr.337.2 ([place name] Cyzicus).4 flap of a cuirass, X.An.4.7.15 (v.l.), cf. Eq.12.4, 6; of the Doric χιτών, Ar.Fr. 325, Men.Epit. 187, Com.Adesp.17.1 D., Plu.Comp.Lyc.Num.3, Poll.7.62.5 broad edge of a knife or hunting-spear, Plu.Alex.16, Poll.5.21; beak of the sword-fish (v.l. ῥύγχος), Ael.NA9.40.10 in pl., title of poem whose lines form a pattern like wings, AP15.24 (Simm.).11 pl., sails, Com.Adesp.9 D., Lyr.Alex.Adesp.20.9.III anything that covers or protects like wings, ; κολπώδη πτέρυγ' Εὐβοίας, i.e. Aulis, Id.IA 120 (lyr.); ; of a mountain,Λιβάνου πτέρυγες Musae.48
.2 fence, wall, Lyc.291. -
3 δινωτός
A turned, rounded, λέχη, κλισίη, Il.3.391, Od.19.56; ῥινοῖσι βοῶν καὶ νώροπι χαλκῷ δινωτήν (sc. ἀσπίδα) covered with.. circular plates (or adorned with spirals), Il.13.407;θρόνος A.R.3.44
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δινωτός
-
4 εὐναῖος
A in one's bed or couch, εὐ. [λαγώς] a hare in its form, X.Cyn.5.9; εὐ. [ἴχνη] traces of the form, ib.7, cf. S.Fr. 174, Ichn. 226, Stratt.3 (dub. l.).2 mostly of the marriage-bed, εὐ. δάμαρ, γαμέτας, A.Fr. 383, E.Supp. 1028 (lyr.); ;εὐ. γάμοι A.Supp. 332
; ἄτα εὐ., of Helen, E.Andr. 104 (eleg.); D.; ([place name] Callatis).3 keeping one's bed,λύπᾳ εὐναία δέδεται ψυχά E.Hipp. 160
(lyr.); εὐ. πτέρυγες brooding, of a bird on the nest, AP9.95 (Alph.).5 personified, Εὐναίη, ἡ, the Spirit of Repose, Emp.123.1.II (εὐνή 11
) of or for anchorage: hence, generally, steadying, guiding a ship, (lyr.).2 as Subst., εὐναία, = εὐνή 11, an anchor,λίθος εὐναίης A.R.1.955
: in pl., ib. 1277.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐναῖος
-
5 εὔκηλος
A free from care, at one's ease,εὔκηλος τὰ φράζεαι ἅσσ' ἐθέλῃσθα Il.1.554
;εὗδον δ' εὔκηλοι Od.14.479
, cf. S.El. 241 (lyr.); ἡμεῖς μὲν.. πολέας τελέοντες ἀέθλους.., ὁ δ' εὔκηλος .. Od.3.263;εὔκηλοι πολέμιζον Il. 17.371
; εὔκηλος τότε νῆα θοὴν.. ἑλκέμεν ἐς πόντον, i.e. without fear, Hes. Op. 671, cf. h.Merc. 480;εὔ. τέρπου φρένα Pherecr.152
.2 in Alexandr. and later [dialect] Ep. of things, νὺξ εὔ. still, silent, Theoc.2.166; πτέρυγες εὔ. steady, even, A.R.2.935;αὖραι εὔ. Opp.H.4.415
. Adv. - λως A.R.2.861.------------------------------------Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔκηλος
-
6 λάλος
A talkative, babbling, loquacious, E.Supp. 462, Ar. Pax 653, Pl.Grg. 515e, Theoc.5.75; λ. τρόπις, of Argo, Orph.A. 709;λ. γῆρας AP7.417.10
(Mel.); of women, dub.in Arist.Pol. 1277b23; of birds, Id.HA 536a24 ([comp] Comp.): metaph.,λάλοι πτέρυγες AP7.195
(Mel.);λ. κερκίς AJA17.162
([place name] Cyrene); of the swallow, Arr.An.1.25.8;ὕδωρ Anacreont.11.7
; τὸ λ., = λαλιά, Philostr.Im.1.5; of style,ἡ ἰδέα τοῦ λόγου λ. μᾶλλον ἢ ἐναγώνιος Id.VS2.30
: irreg. [comp] Comp.λαλίστερος Ar.Ra.91
, Alex.92, Men.416, Arist.HA l.c.: [comp] Sup.λαλίστατος E.Cyc. 315
, Men.164. -
7 ξουθός
A rapidly moving to and fro, nimble, φεύγετε τῆς ξουθῆς δειλότεροι κεμάδος Herodic. ap. Ath.5.222a ; κόμαι.. ξουθοῖσιν ἀνέμοις ἐνετρύφων φορούμεναι in the rustling breezes, Chaerem.1.7 ;ξ. ἀλκυόνες AP9.333
(Mnasalc.) ; ξ. πτέρυγες rustling, whirring wings of the Dioscuri, h.Hom.33.13 ; whirring or steadily-beating wings of the eagle, B.5.17 ; ξουθᾶν ἐκ πτερύγων ἁδὺ κρέκουσα μέλος, of the cricket, AP7.192 (Mnasalc.).2 chirruping or trilling larynx of the nightingale,ἐλθὲ διὰ ξουθᾶν γενύων ἐλελιζομένα θρήνοις ἐμοῖς ξυνεργός E.Hel.
IIII (lyr.) ; (anap.) ; δι' ἐμῆς γένυος ξουθῆς μελέων Πανὶ νόμους ἱεροὺς ἀναφαίνω ib. 744 (lyr.) ; of the nightingale itself, trilling,οἷά τις ξουθὰ.. Ἴτυν Ἴτυν στένουσ'.. ἀηδών A.Ag. 1142
(lyr.) ;ὦ φίλη, ὦ ξουθή, ὦ φίλτατον ὀρνέων πάντων Ar.Av. 676
(lyr.), cf. Theoc.Ep.4.11 ; of song-birds in general,ξ. λιγύφωνα ὄρνεα Lyr.Alex.Adesp.7.1
; ξ. χελιδών twittering swallow, Babr.118.1.3 of the bee, either nimble, or humming (cf. ξουθόπτερος), S.Fr.398.5, E.IT 165 (anap.), 635, Pl.Epigr.32.6, Antiph.52.7, Theoc.7.142, AP9.226.1 (Zon.), v.l. in APl.4.305.3 (Antip.).4 of the sound produced by a trilling larynx or vibrating wing, ξουθὸν μέλος (of a song-bird) chirruping note, Opp.H.4.123 ; οὔρεσι καὶ σκιεραῖς ξουθὰ λαλεῦντα νάπαις, of the τέττιξ, AP9.373.4.II golden yellow,ξουθῶν τε σπονδὰς μελιτῶν Emp.128.7
(ap.Porph.Abst.2.21 ; ξανθῶν ap.Ath.12.510d) ; ξουθὸς μὲν πρόπαν εἶδος, of a species of wolf, Opp.C.3.297 ( ξανθὸς one cod.) ; but ξουθὸν ἀπ' ἀνέρος αἷμα πάσασθαι red blood, Opp.H.2.452 (v.l. ξανθὸν ὑπ'). -
8 πρόσθετος
2 put on, of false hair, X.Cyr.1.3.2, Luc.Alex.3, etc.; πρόσθετοι (sc. κόμαι or κόσμοι) Ar.Fr. 321; προκόμιον π. Poll.2.30;π. παχύτης Luc.Salt.27
.II = Lat. addictus, given up, assigned to the creditor, of debtors,π. τινὰ ποιήσασθαι D.H.6.59
, cf. Plu.Luc.20: generally, assigned, handed over, [κτήματα] π. ποιήσαντες Μαυσσώλλῳ SIG167.12
(Mylasa, iv B.C.), cf. 633.99 (Milet., ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσθετος
-
9 χρυσοφάεννος
Aπτέρυγες Anacr.25
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσοφάεννος
-
10 ἀκιρός
-
11 ἀποπτερυγόομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποπτερυγόομαι
-
12 ῥαδινός
A slender, taper,ἱμάσθλη Il.23.583
;ἄκοντες Stesich.53
;κίονες Ibyc.58
; of plants,ὄρπαξ Sapph.104
;φοῖνιξ Thgn.6
;κυπάρισσοι Theoc.11.45
, 27.46.2 of the limbs or body, taper, slim, slender, , Hes.Th. 195;χεῖρες Thgn.1002
, cf. Ath.Mitt.17.272 (Athens, ii A.D.);μηροί Anacr. 66
;πῶλοι Id.165
(unless in signf. 3);βραδίναν Ἀφροδίταν Sapph.90
;παῖς Theoc.10.24
;σώματα X.Lac.2.5
;ῥ. τῷ μήκει τοῦ σώματος Plu.2.723d
; of the neck, Aret.SD1.8;τράχηλος AP5.131
(Phld.); πτέρυγες (of a cicada) ib.7.200 (Nic.).3 generally, soft, tender, ῥαδινῇ τῇ κόμῃ, of ivy, Ach.Tat.1.15; : metaph., tender or mobile, (lyr.); and the Gramm. (Sch.A. l.c.) give εὐκίνητος among other interpretations.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥαδινός
-
13 θώρηξ
θώρηξ, ηκος: breast - plate, cuirass, corselet, Il. 11.19 ff. It was usually of bronze, consisting of two plates, γύαλα. (See adjacent cut, also cut No. 33.) The cuirass fitted closely to the body, and was cut square off at the waist; the shoulder - pieces (see cut) were drawn down by small chains and fastened to buttons in front; the metal plates were united by clasps (see cut No. 19); the upper part of the thighs was protected by the μίτρη, worn over the apron, ζῶμα, of leather or felt, and by its metal flaps, πτέρυγες (Nos. 12, 33, 79), or plates (Nos. 3 and 33); over the θώρηξ, μίτρη, and ζῶμα was bound the ζωστήρ (No. 3), below which projected the lower end of the χιτών (Nos. 3, 19, 33; cf. λινοθώρηξ and χιτών).A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > θώρηξ
-
14 ηκος
θώρηξ, ηκος: breast - plate, cuirass, corselet, Il. 11.19 ff. It was usually of bronze, consisting of two plates, γύαλα. (See adjacent cut, also cut No. 33.) The cuirass fitted closely to the body, and was cut square off at the waist; the shoulder - pieces (see cut) were drawn down by small chains and fastened to buttons in front; the metal plates were united by clasps (see cut No. 19); the upper part of the thighs was protected by the μίτρη, worn over the apron, ζῶμα, of leather or felt, and by its metal flaps, πτέρυγες (Nos. 12, 33, 79), or plates (Nos. 3 and 33); over the θώρηξ, μίτρη, and ζῶμα was bound the ζωστήρ (No. 3), below which projected the lower end of the χιτών (Nos. 3, 19, 33; cf. λινοθώρηξ and χιτών).A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ηκος
См. также в других словарях:
πτέρυγες — πτέρυξ wing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… … Dictionary of Greek
έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… … Dictionary of Greek
λεπιδόπτερα — (lepidoptera). Μεγάλη τάξη oλομετάβολων εντόμων, δηλαδή εντόμων με πλήρη μεταμόρφωση, τα οποία φέρουν την κοινή ονομασία ψυχές ή πεταλούδες όταν βρίσκονται στο στάδιο του ώριμου ή ακμαίου ατόμου. Το στάδιο της προνύμφης ονομάζεται κάμπη και το… … Dictionary of Greek
Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… … Dictionary of Greek
πτέρυγα — η / πτέρυξ, υγος, ΝΜΑ ευκίνητο μέλος τού σώματος όργανο πτήσης τών πτηνών και τών εντόμων, η φτερούγα, το φτερό (α. «εάν την δύναμιν / ακούσουν τών πτερύγων / οι αετοί», Κάλβ) β. «ὅν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τὰ νοσσία ἑαυτῆς ὑπὸ τὰς πτέρυγας», ΚΔ … Dictionary of Greek
σκώρος — Όνομα που δίνεται, υπό περιορισμένη έννοια, στα μικρολεπιδόπτερα της οικογένειας των Τινεϊδών, τα οποία χαρακτηρίζονται από τις μικρές διαστάσεις, τις ξεθωριασμένες αποχρώσεις και προπάντων από την καταστρεπτική δραστηριότητα των προνυμφών τους,… … Dictionary of Greek
ημιπτεροειδή ή ρυγχωτά — Υπέρταξη υδροβίων και χερσοβίων εντόμων. Τα η. έχουν διάφορες μορφές, μερικές φορές περίεργες, όπως σε μερικά εξωτικά είδη. Οι διαστάσεις τους ποικίλλουν από 12 εκ. –όπως του βελόστομου του μεγάλου της Κεντρικής Αμερικής– μέχρι 1 χιλιοστό ή και… … Dictionary of Greek
κολεόπτερα — Τάξη εντόμων, η μεγαλύτερη όλου του ζωικού βασιλείου, με περισσότερα από 350.000 καταγεγραμμένα είδη μέχρι σήμερα. Τα κ. είναι διαδεδομένα σε ολόκληρη την υδρόγειο, τόσο σε χερσαία όσο και σε υδάτινα ενδιαιτήματα. Το σχήμα και οι διαστάσεις τους… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
νευρόπτερα — Τάξη εντόμων που αριθμεί πολυάριθμα είδη σπάνια μικρών διαστάσεων (άνοιγμα πτερύγων 5 χιλιοστά), συχνότερα μέσου ή μεγάλου μεγέθους και ορισμένες φορές πολύ μεγάλου (μερικοί μυρμηκολέοντες έχουν άνοιγμα πτερύγων σχεδόν 17 εκ.). Τα στοματικά… … Dictionary of Greek