-
1 πτέρυγες
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πτέρυγες
-
2 πτερυξ
1) крыло Hom., Hes., Her. etc.2) плавник(αἱ πτέρυγες τῶν ἰχθύων Arst.)
3) ласт(αἱ πτέρυγες τῶν φωκῶν Arst.)
4) придаток, щупальце Arst.5) ( у панциря) обшивка Xen.6) оборка, пола7) (широкий) клинок(τῆς κοπίδος Plut.)
8) весло Soph.9) прикрытие, защита, оплот(Εὐβοίης π. Eur.)
10) досл. полет, перен. звучание(πτέρυγες γόων Soph.)
11) птица(ἀπὸ πτερύγων καὴ θηρῶν Anth.)
-
3 γιγγλυμος
γίγγλυμος, γιγγλυμόςὅ1) паз, стык2) анат. сочленение Arst. -
4 γιγγλυμος...
γιγγλυμός...γίγγλυμος, γιγγλυμόςὅ1) паз, стык2) анат. сочленение Arst. -
5 διφυης
2(pl. n тж. δυφυᾶ)1) имеющий двоякую природу, состоящий из двух существ(μιξοπάρθενος ἔχιδνα Her.; Κένταυροι Soph., Isocr.; Πάν Plat.)
2) двойной, парный(τῶν σπλάγχνων τὰ μὲν μονοφυῆ, τὰ δὲ διφυῆ Arst.; ἱμάτια Plut.; πτέρυγες Anth.)
-
6 εξηρετμος
-
7 επικλειω
I[κλέος] восхвалять, прославлять, превозносить(τέν ἀοιδήν Hom.)
IIтж. med. закрывать, запирать(τι Arph.; med. τὰς θύρας Luc.)
; pass. закрываться (на шарнирах), смыкаться -
8 επωμαδιος
2находящийся на плечах или за плечами(πτέρυγες Theocr.)
ἐπωμάδιον βάρος αἴρειν Anth. — взвалить (себе) груз на плечи -
9 ευναιος
31) находящийся в своей норе(λαγώς Xen.)
2) сидящий в своем гнезде(πτέρυγες Anth.)
3) ведущий к логовищу(ἴχνη Xen.)
4) относящийся к брачному ложу или к бракосочетанию, брачныйεὐναῖοι γάμοι Aesch. — брачный союз
5) соединенный брачными узами(δάμαρ Aesch.; γαμέτης Eur.)
6) благоприятствующий бракам, сочетающий брачными узами(Κύπρις Eur.)
7) приковывающий к постели(λύπη Eur.)
8) делающий устойчивым, направляющий(πηδάλια Eur.)
-
10 λιγυφθογγος
-
11 προσθετος
2 и 3[adj. verb. к προστίθημι См. προστιθημι]1) приставной, съемный(πτέρυγες Xen.)
2) накладной, искусственный, фальшивый(κόμαι Xen., Luc.; παχύτης Luc.)
3) ( о неплатежеспособном должнике) переданный в качестве раба (кредитору) Plut. -
12 χρυσοφαεννος
См. также в других словарях:
πτέρυγες — πτέρυξ wing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… … Dictionary of Greek
έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… … Dictionary of Greek
λεπιδόπτερα — (lepidoptera). Μεγάλη τάξη oλομετάβολων εντόμων, δηλαδή εντόμων με πλήρη μεταμόρφωση, τα οποία φέρουν την κοινή ονομασία ψυχές ή πεταλούδες όταν βρίσκονται στο στάδιο του ώριμου ή ακμαίου ατόμου. Το στάδιο της προνύμφης ονομάζεται κάμπη και το… … Dictionary of Greek
Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… … Dictionary of Greek
πτέρυγα — η / πτέρυξ, υγος, ΝΜΑ ευκίνητο μέλος τού σώματος όργανο πτήσης τών πτηνών και τών εντόμων, η φτερούγα, το φτερό (α. «εάν την δύναμιν / ακούσουν τών πτερύγων / οι αετοί», Κάλβ) β. «ὅν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τὰ νοσσία ἑαυτῆς ὑπὸ τὰς πτέρυγας», ΚΔ … Dictionary of Greek
σκώρος — Όνομα που δίνεται, υπό περιορισμένη έννοια, στα μικρολεπιδόπτερα της οικογένειας των Τινεϊδών, τα οποία χαρακτηρίζονται από τις μικρές διαστάσεις, τις ξεθωριασμένες αποχρώσεις και προπάντων από την καταστρεπτική δραστηριότητα των προνυμφών τους,… … Dictionary of Greek
ημιπτεροειδή ή ρυγχωτά — Υπέρταξη υδροβίων και χερσοβίων εντόμων. Τα η. έχουν διάφορες μορφές, μερικές φορές περίεργες, όπως σε μερικά εξωτικά είδη. Οι διαστάσεις τους ποικίλλουν από 12 εκ. –όπως του βελόστομου του μεγάλου της Κεντρικής Αμερικής– μέχρι 1 χιλιοστό ή και… … Dictionary of Greek
κολεόπτερα — Τάξη εντόμων, η μεγαλύτερη όλου του ζωικού βασιλείου, με περισσότερα από 350.000 καταγεγραμμένα είδη μέχρι σήμερα. Τα κ. είναι διαδεδομένα σε ολόκληρη την υδρόγειο, τόσο σε χερσαία όσο και σε υδάτινα ενδιαιτήματα. Το σχήμα και οι διαστάσεις τους… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
νευρόπτερα — Τάξη εντόμων που αριθμεί πολυάριθμα είδη σπάνια μικρών διαστάσεων (άνοιγμα πτερύγων 5 χιλιοστά), συχνότερα μέσου ή μεγάλου μεγέθους και ορισμένες φορές πολύ μεγάλου (μερικοί μυρμηκολέοντες έχουν άνοιγμα πτερύγων σχεδόν 17 εκ.). Τα στοματικά… … Dictionary of Greek