Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ξανθῶν

См. также в других словарях:

  • Ξανθῶν — Ξάνθης masc gen pl (attic epic doric) Ξανθή fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξανθῶν — ξάνθη a pale coloured stone fem gen pl ξανθός yellow fem gen pl ξανθός yellow masc/neut gen pl ξανθόω dye yellow pres part act masc voc sg (doric aeolic) ξανθόω dye yellow pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ξανθόω dye yellow pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • КСАНФ —    • Xanthus,          Ξάνθoς (белокурый).     I. В мифологии и истории:        1. сын Фенопа, троянец. Ноm. Il. 5, 152;        2. сын Триопа, трэзенский царь, переселившийся потом на Лесбос; Diod. Sic. 5, 81;        3. сын Ериманфа, отец Псофия; …   Реальный словарь классических древностей

  • κληρονομικότητα — Μεταβίβαση των χαρακτήρων ενός ατόμου στις επόμενες γενιές, η οποία πραγματοποιείται με τη σύζευξη των γεννητικών κυττάρων (γαμέτες) των γονέων και την ανάμειξη του γενετικού τους υλικού. Η μεταβίβαση αυτή ακολουθεί καθορισμένους νόμους, που… …   Dictionary of Greek

  • περκνάδα — και πέρκνα και πρέκνα, η, Ν κηλίδα στο πρόσωπο και στα ακάλυπτα μέρη τού σώματος ξανθών ατόμων, υπό την επίδραση τού ήλιου το καλοκαίρι, η φακίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περκνός + κατάλ. άδα / α (πρβλ. παν άδα)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»