-
1 ευκέατος
-
2 εὐκέατος
-
3 εὐκέατος
εὐκέᾰτος, ον, poet. for foreg.,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐκέατος
-
4 εὐκέατος
εὐ - κέατος ( κεάζω): easily cleft or split, fissile, Od. 5.60†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > εὐκέατος
-
5 ευκέατον
-
6 εὐκέατον
-
7 ευκεάτοιο
-
8 εὐκεάτοιο
-
9 ευκεάτου
-
10 εὐκεάτου
-
11 εὐκατάκλαστος
εὐκατά-κλαστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐκατάκλαστος
-
12 εὔκηλος
A free from care, at one's ease,εὔκηλος τὰ φράζεαι ἅσσ' ἐθέλῃσθα Il.1.554
;εὗδον δ' εὔκηλοι Od.14.479
, cf. S.El. 241 (lyr.); ἡμεῖς μὲν.. πολέας τελέοντες ἀέθλους.., ὁ δ' εὔκηλος .. Od.3.263;εὔκηλοι πολέμιζον Il. 17.371
; εὔκηλος τότε νῆα θοὴν.. ἑλκέμεν ἐς πόντον, i.e. without fear, Hes. Op. 671, cf. h.Merc. 480;εὔ. τέρπου φρένα Pherecr.152
.2 in Alexandr. and later [dialect] Ep. of things, νὺξ εὔ. still, silent, Theoc.2.166; πτέρυγες εὔ. steady, even, A.R.2.935;αὖραι εὔ. Opp.H.4.415
. Adv. - λως A.R.2.861.------------------------------------Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔκηλος
-
13 εὔκλαστος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔκλαστος
См. также в других словарях:
ευκέατος — εὐκέατος, ον (Α) ποιητ. τ. τού ευκέαστος* («ὀδμὴ κέδρου τ εὐκεάτοιο», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek
εὐκέατος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκέατον — εὐκέατος masc/fem acc sg εὐκέατος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκεάτοιο — εὐκέατος masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκεάτου — εὐκέατος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)