-
1 ρύγχος
-
2 ῥύγχος
-
3 ῥύγχος
Grammatical information: n.Meaning: `snout of a pig, snout, beak' (Stesich., com., Arist., Theoc.).Compounds: Often as 2. member (with transition in the o-stems), e.g. ὀξύ-ρρυγχος `with a pointed beak' (Epich.), m. n. of an Egypt. fish (Str. u.a.; Strömberg Fischn. 43).Derivatives: ῥυγχ-ίον n. dimin. (Ar.), - αινα = nasuta (gloss.), - άζω = μυκτηρίζω Phot., - ιάζειν διαστρέφειν, ῥογχά-ζειν H.Origin: IE [Indo-European] [1002] * srungh- `snore', (ONOM [onomatopoia, and other elementary formations])Etymology: Can hardly be separated from Arm. ṙng-un-k` pl. `nostrils, nose', which, if inherited (and not borrowed from ῥύγχος; cf. Hübschmann Arm. Gr. 486 f.), must go back on IE * srungh- or * sringh- (with secondary nasalization). One has considered connection with ῥέγκω, ῥέγχω `snore' (s.v.). -- WP. 2, 705, Pok. 1002.Page in Frisk: 2,664Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ῥύγχος
-
4 ῥύγχος
A snout, muzzle, of swine, Stesich.14, Pherecr.102, Anaxil.11, Arist.HA 595a18, cf. Sch.Ar. Av. 347; of dogs and other quadrupeds, Theoc.6.30, Arist.PA 658b30, Thphr.Char.4.10: of birds, beak, bill, Ar.Av. 348, 364, al., Arist. HA 504a21, PA 659b22, 693a16.2 Com., of a man's face, Cratin. 440, Archipp.1; of a god's face, Arar.1. -
5 ρύγχει
ῥύγχοςneut nom /voc /acc dual (attic epic)ῥύγχεϊ, ῥύγχοςneut dat sg (epic ionic)ῥύγχοςneut dat sg -
6 ῥύγχει
ῥύγχοςneut nom /voc /acc dual (attic epic)ῥύγχεϊ, ῥύγχοςneut dat sg (epic ionic)ῥύγχοςneut dat sg -
7 ρύγχη
-
8 ῥύγχη
-
9 ρύγχεσι
-
10 ῥύγχεσι
-
11 ρύγχεσιν
-
12 ῥύγχεσιν
-
13 ρύγχους
-
14 ῥύγχους
-
15 αἱμορυγχιάω
A have a bloody snout, Hermipp.80 (better taken as Subst. [suff] αἱμο-ίας, ου, ὁ, reading - ίαν for - ιᾶν).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἱμορυγχιάω
-
16 γαμψός
-
17 γλαφυρός
A hollow, hollowed,νῆες Il.2.454
, al.;γ. πέτρη, σπέος 2.88
, 18.402;ἄντρον Agath.1.10
([comp] Sup.);τὰ γ. τῆς γῆς Id.2.15
;γ. φόρμιγξ Od. 17.262
;γ. ἅρματα Pi.N.9.12
; γ. λιμήν a deep harbour or cove, Od. 12.305.—In this sense [dialect] Ep. and Lyr. (not in Trag.); twice in Com., Hermipp.63.11 (mock-Epic); [ποτήρια] ταπεινὰ καὶ γ. Epigen.4.3; later πόδες arched, Arist.HA 538b11 ([comp] Comp.).II polished: hence,2 neat, delicate, ; ([comp] Comp.); of dishes, dainty,δειπνάριον Diph.64.1
;ἐμβαμμάτια Anaxipp.1.35
.III metaph., subtle, exact, of persons and things,ὦ σοφώτατ', ὦ γλαφυρώτατε Ar.Av. 1272
; γ. ἀστεῖός θ' ἅμα Machoap.Ath.13.579b;γλαφυρώτερος τῶν νῦν νομοθετῶν Arist.Pol. 1274b8
; ;εἴ τι κομψὸν ἢ σοφὸν ἢ γ. οἶσθα Dionys.Com. 3.1
, cf. Plot.4.8.6; τὸ γ. subtlety,ποικίλλοντες τῷ γ. γεωμετρίαν Plu. Marc.14
, cf. Iamb.in Nic.p.20 P.; γ. τέχναι, θεωρία, Ph.1.270, 566: [comp] Sup., Id.2.262. Adv., [comp] Comp. - οτέρως more subtly, Arist.de An. 405a8.2 skilful, neat,χείρ Theoc.Ep.8.5
; [ἀράχνιον] σοφώτατον καὶ -ώτατον Arist.HA 623a8
. Adv. -ρῶς, ἧττον γ. ἔχειν with less finish, Id.Pol. 1271b21, cf.Alex.110.20.3 refined,γλαφυρόν τι καὶ προσαγωγὸν ἐμειδίασεν Luc.DDeor.20.11
;γ. διατριβαί Plu.Cim.13
. Adv.-ρῶς, γ. καὶ περιττῶς διάγειν Id.2.989c
;γ. βιώσας CIG2004
(Maced.).4 of literary style, polished, elegant,γ. ἁρμονία D.H.Dem. 36
;ῥυθμός Id.Comp.13
; σύνθεσις, opp. αὐστηρά, ib.21. Adv.-ρῶς, λέγειν Id.Isoc.2
; of music,ἐμελῴδει πάνυ γλαφυρὸν καὶ ἐναρμόνιον Luc. DDeor.7.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλαφυρός
-
18 γογγυλόρυγχος
γογγῠλό-ρυγχος, ον,A with round nozzle, PMag.Par.1.2183.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γογγυλόρυγχος
-
19 λευκόρυγχος
λευκό-ρυγχος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λευκόρυγχος
-
20 λῆψις
A taking hold, seizing, catching,ῥύγχος.. πρὸς τὰς λ. τῶν ζῳδαρίων Arist.PA 662b9
; αἱ καμπαὶ τῶν δακτύλων καλῶς ἔχουσι πρὸς τὰς λ. καὶ πιέσεις ib. 687b10; ἀπορώτερος ἡ λ. the seizure of them will be more difficult, Th.5.110; ἡ λ. τῆς πόλεως the seizure of it, Id.4.114, cf. 7.25.2 accepting, receiving,ἥδιστον ὅτῳ πάρεστι λ. ὧν ἐρᾷ καθ' ἡμέραν S.Fr. 356
;ἡ τοῦ μισθοῦ λ. Pl.R. 346d
; opp. ἀπόδοσις, ib. 332b; opp. ἀποβολαί (loss), Arist.Rh. 1362a35 (pl.): in pl., receipts, Pl.R. 343d, Alc.1.123a, Arist. EN 1122a13, al.II attack of fever or sickness, seizure,ἀπὸ τῆς πρώτης λ. Hp.Epid.1.6
, cf. Morb.1.18, Arist.Pr. 866a26.III in Logic, assumption (cf.λῆμμα 11
), Id.APr. 24a23, 24b11.2 τῇ ἡμετέρᾳ λ. from our point of view, Ascl.Tact.7.8.VI Geom., τὴν τοῦ κέντρου τοῦ ἐκκέντρου λ. the determination of the centre of the eccentric circle, Procl.Hyp.5.56.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ῥύγχος — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρύγχος — το / ῥύγχος, ΝΜΑ το πρόσθιο μέρος του κεφαλιού ορισμένων ζώων, το οποίο προεξέχει και περιλαμβάνει κυρίως τη μύτη και το στόμα («ῥιζοφάγον δὲ μάλιστα ἡ ὗς ἐστι τῶν ζῶων, διὰ τὸ εὖ πεφυκέναι τὸ ῥύγχος πρὸς τὴν ἐργασίαν ταύτην», Αριστοτ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
ρύγχος — το ους 1. το μπροστινό μέρος του κεφαλιού των ζώων που προεξέχει, μουσούδι. 2. η μυτερή άκρη κάποιου οργάνου ή εργαλείου: Με το ρύγχος που προσαρμόζεται στο σωληνάριο θα βάζεις κάθε βράδυ αλοιφή στο μάτι σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥύγχει — ῥύγχος neut nom/voc/acc dual (attic epic) ῥύγχεϊ , ῥύγχος neut dat sg (epic ionic) ῥύγχος neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥύγχη — ῥύγχος neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ῥύγχος neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥύγχεσι — ῥύγχος neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥύγχεσιν — ῥύγχος neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥύγχους — ῥύγχος neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαδαρόρυγχος — κλαδαρόρυγχος, ὁ (Α) το πτηνό τροχίλος* («τὸν καλούμενον κλαδαρόρυγχον ἐταῑρον καὶ φίλον ἔχει (ὁ κροκόδειλος)», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαδαρός «εύθραυστος» + ρυγχος (< ρύγχος), πρβλ. μακρό ρυγχος, πλατύ ρυγχος] … Dictionary of Greek
γανοειδείς — Ομάδα ψαριών της παλιάς ταξινόμησης, η οποία σήμερα έχει διαχωριστεί και τα άτομά της κατανέμονται σε δύο υπερτάξεις: τους χονδρόστεους και τους ολόστεους. Οι γ. ήταν άλλοτε πολυάριθμοι, σήμερα όμως έχουν απομείνει μόλις λίγα γένη, τα οποία είναι … Dictionary of Greek
πρίστιδα — (pristis). Γένος σελαχίων που είναι ο μόνος εκπρόσωπος της οικογένειας των πριστιδών. Χαρακτηριστικό του ψαριού αυτού είναι το ρύγχος του, που είναι μακρύ και πλατύ και μοιάζει με πριόνι, γι’ αυτό και λέγεται και πριονόψαρο. Με το ρύγχος αυτό… … Dictionary of Greek