-
1 πρός-πολος
πρός-πολος, = πρόπολος, bedienend, der Diener, Aesch. Spt. 556; die Magd, Eum. 978, wie Soph. O. R. 945 El. 78; ἄνδρες, 23, u. öfter; bes. Priester, Diener der Gottheit, Εὐμολπίδαι O. C. 1056, ϑεᾶς Eur. Suppl. 2, u. öfter; bei Her. 2, 64 v. l. für πρόπολος.
-
2 ἰερο-πρός-πολος
ἰερο-πρός-πολος, ὁ, ein heiliger Opferdiener, Ptolem.
-
3 δικασ-πόλος
δικασ-πόλος, wer sich mit dem Recht u. den Processen beschäftigt, Rechtspfleger, Richter; Homer zweimal, von Königen: Iliad. 1, 238 νῠν αὖτέ μιν (σκῆπτρον) υἷες Ἁχαιῶν ἐν παλάμῃς φορέουσι δικασπόλοι, οἵ τε ϑέμιστας πρὸς Διὸς εἰρύαται; Odyss. 11, 186 δαῖτας ἐίσας δαίνυται, ἃς ἐπέοικε δικασπόλον ἄνδρ' ἀλεγύνειν. – Sp. D. Callim. Iov. 3; σκῆπτρον δ. Ap. Rh. 4, 1178; Phoenix Coloph. Ath. XII, 530 e.
-
4 πρόςπολος
πρός-πολος, bedienend, der Diener; die Magd; bes. Priester, Diener der Gottheit -
5 ἰεροπρόςπολος
ἰερο-πρός-πολος, ὁ, ein heiliger Opferdiener -
6 προσπίπτω
A : for ποτιπεπτηυῖαι, v. προσπτήσσω:—fall upon, strike against, ἔς τι v.l. in S.Ant. 855; τινι X.Eq.7.6, etc.; , al.; fall against, as a mound against a wall, Th.2.75; but πρὸς τὸ οὖς προσπίπτων is dub. l. in Thphr. Char.2.10 ( προσκύπτων cj. Valckenaer).2 fall upon, attack, assault, πόλεσιν, ὁπλίταις, Th.1.5, X.HG3.2.3, etc.: abs., Th.3.30, 103, X.Cyr.7.1.38.3 simply, run to, Hdt.2.2, X. Cyr.1.4.4.4 fall upon, embrace, τινι E. l.c., IA 1191: hence, π. τινί join the party of another, X.HG7.1.42; also, fasten on, in argument,τῇ διαφορᾷ Phld.Sign.36
.5 fall in with, meet with, encounter,μὴ λάθῃ με προσπεσών S.Ph.46
, cf. 156 (lyr.), Pl.Phdr. 270a: c. dat. rei, Id.Tht. 154b; fall in with,δυστυχεστάτῳ κλήρῳ E. Tr. 291
(lyr.);αἰσχρᾷ ἐπιθυμίᾳ X.Ap.30
;μεγίσταις ἡδοναῖς Pl.Lg. 637a
; δήγματι to be bitten, Ael.NA6.51: c. acc.,μείζω βροτείας π. ὁμιλίας E.Hipp.19
: with a Prep.,πρὸς τὰς τῶν φυλάκων ψυχάς Pl.Lg. 906b
; εἰς βράχεα, πρὸς τὰ κοινά, Plb.1.39.3, Plu.2.788c.II of things,1 of events, accidents, etc., come suddenly upon, befall one, τινι E.Med. 225, IT 1229 (troch.), Antipho 3.3.8, Pl.Cra. 396d;τὰ προσπίπτονθ' ἡμῖν δείματα Id.Lg. 791c
, etc.: abs.,ἄτην προσπεσοῦσαν ἐνεῖκαι Hdt. 1.32
; αἱ συμφοραὶ προσπίπτουσαι misfortunes by befalling, Id.7.46, cf. Isoc.Ep.5.4;αἱ π. χρεῖαι PCair.Zen.31.7
(iii B.C.);αἱ π. τύχαι Th.1.84
;τὰ προσπεσόντα E.Fr. 505
;γενναίως φέρειν τὰ προσπίπτοντα Stob.4.44
tit.;οἱ τὰ π. κρίναντες χρηματισταί PPetr.3p.53
(iii B.C.);ἡ π. ἐπιθυμία Pl.R. 561c
; πρὸς τὰ προσπίπτοντα according to circumstances, Arist.Pol. 1286a11;οἱ προσπίπτοντες κίνδυνοι Hyp.Fr. 117
; τὰπ. εἰς τὸν ἀνθρώπινον βίον Id.Epit.43
;ὅ τι ἂν προσπέσῃ ἰχθύδιον Arist. HA 590a27
, cf. PCair.Zen.186.15 (iii B.C.); προσπεσούσης μοι τῆς.. ἐπιστολῆς when the letter came to hand, PStrassb.111.2 (iii B.C.), cf. PPetr.3p.71 (iii B.C.), PCair.Zen.240.9 (iii B.C.).2 of expenses, to be incurred, Th.7.28, PCair.Zen.60.3 (iii B.C.).3 of money, to be paid in to an account, ib.701.9 (iii B.C.), PPetr.3p.290 (iii B.C.).4 of rights and duties, etc., pass to, devolve or fall upon,ὅταν λειτουργία προσπέσῃ ἀπολύειν αὐτούς PHib.1.78.4
(iii B.C.); (iii B.C.); (iii A.D.).5 come to one's ears, be told as news,εἴ τισιν ἀπιστότερος προσπέπτωκεν ὁ λόγος Aeschin.3.59
, cf. PSI6.614.13 (iii B.C.), UPZ9.9 (ii B.C.), Plb.5.101.3, Plu.Per. 16, etc.;εἰς τὴν Ῥώμην Plb.9.6.1
: impers., προσέπεσε news came that.., c. acc. et inf., Id.24.14.10, cf. 31.14.8; προσπέπτωκεν Παῶν ἀναπλεῖν Wilcken Chr.10 (ii B.C.); .b π. δι' ἑαυτοῦ or αὐτόθεν to be self- evident, S.E.P.2.168, M.1.300;τὰ ποτιπίπτοντα ποτὶ τὰν αἴσθησιν Archyt.1
, cf. Thphr.Sens.5,41.7 Geom., meet,πόλος πρὸς ὃν αἱ γραμμαὶ προσπίπτουσιν Arist.Mete. 376a19
, cf. Archim.Spir. 6; of lines, to be drawn to meet,πρὸς κύκλον Euc.3.37
; π. ἐπὶ.. pass through a point, Archim.Spir.14.8 of the pulse, = ὑποπίπτω, Ruf.Puls.6.2; of the womb, ἔνθα καὶ ἔνθα π. Hp.Nat.Mul.44, cf. Mul. 2.125,al.III fall down at another's feet, prostrate oneself,προσπίπτων προσκυνέει τὸν ἕτερον Hdt.1.134
;προσπεσὼν ἔχου S.Aj. 1181
;ἱκέτης προσπίπτω X.Cyr.4.6.2
: c. dat.,π. βωμοῖσι S.Tr. 904
, cf. OC 1157;τινὸς γόνασι E.Or. 1332
, Andr. 860 (lyr.), etc.;προσπεσὼν αὐτῷ.. ἱκέτευε Pl.Ep. 349a
;θεῶν πρὸς βρέτας Ar.Eq.31
;πρὸς γόνυ E. HF79
: also c. acc.,π. βρέτη δαιμόνων A.Th.94
(lyr.); cf. προσπίτνω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσπίπτω
-
7 ἀφανής
A unseen, esp. of the nether world,Ταρτάρου πυθμήν Pi.Fr. 207
, cf. A.Th. 860 (lyr.);ἀ. κἀν Ἀΐδα δόμῳ φοιτάσῃς Sapph.68
; χάσμα ἀ. a blind pit, Hdt.6.76; ἡ ἀ. θεός, of Persephone, S.OC 1556 (lyr.); ὁ ἀ. πόλος, i. e. the south pole, Arist.Cael. 285b21, Mu. 394b31 (butἀ. κόσμος
starless,Vett.Val.
6.22).2 ἀ. γίγνεσθαι, = ἀφανίζεσθαι, disappear,ὑπὸ γῆν Hdt.3.104
, cf. E.IT 757, Pl.R. 360a; soἀ. ἦν
disappeared,Hdt.
7.37, cf. X.An.1.4.7; of soldiers missing after a battle, Th.2.34; runaway, absconded, PGen.5.4(ii A. D.).b στήλας ἀ. ποιῆσαι obliterate, SIG38.38 ([place name] Teos).3 unnoticed, secret,ἀ. νόος ἀθανἁτων Sol.17
; ἀ. νεῦμα a secret sign, Th.1.134;ἀ. χωρίον
out of sight,Id.
4.29, cf. ib.67;ἀ. ξιφίδιον
concealed,Id.
8.69; δι' ἐπιστολῶν ἀφανῶν secret or invisible writings, Ph.Bel.102.29: c. part., ἀ. εἶναι ἀπιόντες depart without being noticed, X.An.4.2.4;ἀ. ὄντες ἠδίκουν Th.1.68
; μαντικῇ χρώμενος οὐκ ἀ. ἦν he was well known to do.., X.Mem.1.1.2.b uncertain, doubtful,ἀ. νοῦσοι Hdt.2.84
; σὺν ἀφανεῖ λόγῳ on an uncertain charge, S.OT 657 (lyr.);ἐν ἀφανεῖ λ. Antipho 5.59
; (lyr.); (lyr.);ἐλπίς Th.5.103
;πρόφασις ἀφανεστάτη λόγῳ Id.1.23
;οὐκ ἀ. τεκμήρια X. Ages.6.1
; μεθέντας τἀφανῆ, opp. τὸ πρὸς ποσί, S.OT 131; ἀ. χάρις a favour from an unknown hand, D.19.240;ἐς ἀφανὲς τὸν μῦθον ἀνενείκας Hdt.2.23
; ;τὰ ἀ. μεριμνᾶν Ar.Fr. 672
;ὑπὲρ τῶν ἀ. φανεροῖς μαρτυρίοις χρῆσθαι Arist. EN 1104a13
; of what is beyond the evidence of sense, opp.φανερόν, ἁρμονίη ἀ. φανερῆς κρείττων Heraclit.54
, cf. Phld.Sign.1, al.;τἀφανὲς διὰ τοῦ φαινομένου συλλογίζεσθαι Epicur.Nat.14.4
;τὸ τῆς τύχης ἀ. οἷ προβήσεται E.Alc. 785
;τὸ ἀ. τοῦ κατορθώσειν Th.2.42
; ἐν ἀφανεῖ ἔτι κεῖσθαι, ἐν τῷ ἀ. εἶναι, Id.1.42, 3.23;ἐν ἀ. κεκτῆσθαί τι
secretly,Pl.
Lg. 954e;ἐκ τοῦ ἀφανοῦς Th.1.51
, 4.96, etc.;ἐξ ἀ. A.Fr.57.9
, Ar.Ra. 1332: neut. pl. as Adv., E.Hipp. 1289 (lyr.). Regul.Adv.ἀφανῶς Th. 3.43
, etc.: [comp] Sup.- έστατα X.HG5.1.27
.4 of persons and things, unnoticed, obscure, E.Tr. 1244; alsoοὐ γὰρ ἀ. κρινεῖτε τὴν δίκην Th.3.57
;ἀ. καὶ ταπεινὴ φύσις D.61.35
.5 ἀ. οὐσία personal property, as money, which can be secreted and made away with (cf.ἀφανίζω 1.7
), opp. φανερά ( real), as land, Lys.32.4, cf. BCH27.219 ([place name] Crete); opp. ἐμφανής, IG12(2).15.8 (Mytil.), SIG554.17; but simply, concealed,ἀφανῆ καταστῆσαι τὴν οὐσίαν Lys.20.23
: in lit. sense,ἀ. πλοῦτος Ar. Ec. 602
;πλοῦτος ἀ. ὃν σὺ κατορύξας ἔχεις Men.128.16
.
См. также в других словарях:
ζωικός πόλος — Ζ.π. χαρακτηρίζεται η περιοχή του ωαρίου στην οποία βρίσκεται ο θηλυκός πυρήνας, σε αντιδιαστολή προς τον φυτικό πόλο στον οποίο συγκεντρώνονται τα τροφικά συστατικά του ωαρίου, από τα οποία το σημαντικότερο είναι η λέκιθος. Είναι προφανές ότι ο… … Dictionary of Greek
θεοπρόσπολος — θεοπρόσπολος, ον (Α) ο θεοπρόσπλοκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πρόσ πολος «υπηρέτης» (< προς + πόλος < πέλομαι, πρβλ. αι πόλος, ονειρο πόλος)] … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
ουρανός — Για τον γήινο παρατηρητή, είναι ο ημισφαιρικός θόλος που φαινομενικά ορίζει το διάστημα και στον οποίο προβάλλονται κατά τη νύχτα οι ορατοί αστέρες. Ο. αποκαλείται και ό,τιδήποτε έχει το σχήμα του ουράνιου θόλου, όπως οροφή ή στέγη σε σχήμα θόλου … Dictionary of Greek
πολικότητα — I Η φυσιολογική και μορφολογική ανισοτιμία μεταξύ δύο διαμετρικά αντίθετων περιοχών ενός κυττάρου, ιστού ή οργάνου. Τα δύο σημεία που παρουσιάζουν τη διαφορά ονομάζονται πόλοι. Η παρουσία δύο πόλων σ’ ένα κύτταρο ή όργανο καθιερώνει και έναν… … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
συντεταγμένες — Ο όρος χρησιμοποιείται, ιδιαίτερα, στην αναλυτική γεωμετρία. Έστω x’Ox μια ευθεία, όπου Ο ένα δεδομένο σημείο της (Σχ. 1), θετική φορά πάνω σ’ αυτή η φορά προς το x, και Θ ένα σημείο ως παράσταση του αριθμού 1· η ευθεία x’Ox ονομάζεται… … Dictionary of Greek
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
πέλω — και, μέσ., πέλομαι Α 1. βρίσκομαι σε κίνηση, κινούμαι, κατευθύνομαι («ἠύτε περ κλαγγὴ γεράνων πέλει οὐρανόθι πρό» κινείται, ανυψώνεται προς τον ουρανό, Ομ. Ιλ.) 2. (κυριολ. και μτφ.) επέρχομαι («γῆρας καὶ θάνατος ἐπ ἀνθρώποισι πέλονται» γηρατειά… … Dictionary of Greek
κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα … Dictionary of Greek
μαγνήτης — Έτσι ορίζεται οποιοδήποτε σώμα ικανό να έλκει σιδηρομαγνητικά υλικά. Η ιδιαίτερη συμπεριφορά των φυσικών μαγνητικών υλικών (Fe3O4) ήταν γνωστή από τα αρχαιότατα χρόνια και οι Κινέζοι χρησιμοποιούσαν ήδη από τα προχριστιανικά χρόνια την ιδιότητα… … Dictionary of Greek