-
121 σύστασις
A bringing together, introduction, recommendation, πατρικὴν ἔχων ς. Plb.1.78.1; ἡ πρός τινα ς. Id.4.82.3, cf. SIG591.62 (Lampsacus. ii B.C.), D.H.Rh.5.2, Plu.Them.27;σ. τῆς πρός τινα εὐνοίας J.AJ15
.b.7; care, guardianship, ἔτινηπίας οὔσας ([etym.] ἀπέδωκεν[]) (ii B.C.); power of attorney, PTeb.317.14 (ii A.D.), etc.2 communication between a man and a god,ταῦτα σοῦ εἰπόντος τρίς, σημεῖον ἔσται τῆς συστάσεως τόδε PMag.Par.1.209
, cf. 220,260, al., PMag.Lond.47.1,121.505.II proof, Alex.Aphr.in Metaph.12.3, 409.16; confirmation, εἰς σύστασιν [ τῶν ἀξιωμάτων] καὶ πίστιν ib.271.14;σ. καὶ πίστεις τινός Hermog. Id.1.10
;πρὸς σύστασιν καὶ ἀσφάλειαν ἐπωμοσάμην PLond.1.77.62
(vi A.D.), cf. BGU1187.31 (i B.C.).B ([etym.] συνίσταμαι) standing together, close combat, conflict,ἐν τῇ σ. μάχεσθαι Hdt.6.117
, cf. 7.167; ἡ ἐν ταῖς συμπλοκαῖς μάχη καὶ ς. Pl.Lg. 833a;ἡ ἐκ σ. μάχη Hdn.4.15.3
;ὅταν.. σύστασιν ὁ ἀγὼν ἔχῃ Plu.Demetr.16
, cf. Aem.20: metaph., disturbance in the human body,καθάρσεων καὶ συστάσεων τοῦ σώματος ἀρίστη ἡ διὰ τῶν γυμνασίων Pl. Ti. 89a
;καταστεῖλαι τὴν σ. τὴν ἀπὸ τοῦ γυμνασίου Antyll.
ap. Orib.6.26.5; σ. ὅλου τοῦ σώματος (as a plague-symptom) Ruf. ap. eund.44.17.2; ξ. τῆς γνώμης conflict of mind, intense anxiety, Th.7.71;μένος μὲν ξ. τε σῶν φρενῶν δεινή E.Hipp. 983
; soἤν τις πόνος ἢ σ. γίνηται τῷ ἀνθρώπῳ Hp.Morb.Sacr.17
vulg. (f.l. for τάσις).2 meeting, accumulation, e.g. of humours,σ. οὑγροῦ περὶ τὴν ὑπερῴην Id.Coac. 233
; of water. Thphr.CP5.14.5 (pl.), cf. D.S.3.36; of winds, ib. 51, POxy.1768.9 (iii A.D., dub.): metaph., ; combination,τραγῳδίαν.. εἶναι τὴν τούτων σ. πρέπουσαν ἀλλήλοις Id.Phdr. 268d
.3 knot of men assembled, E.Andr. 1088 (pl.), Heracl. 415 (pl.); [full] κατὰ ξυστάσεις γιγνόμενοι forming into knots, Th.2.21, cf. X. Eq.7.19.b political union, more general than ἑταιρεία or σύνοδος, Isoc.3.54, cf. D.45.67; ἐθνικαὶ ς. national unions, Plb.23.1.3;κατὰ συστάσεις κωμάζειν D.C.Fr.39.7
.II composition, structure, constitution of a person or a thing,τῶ κόσμω Ti.Locr.99d
, cf. Pl.Ti. 32c; τῶν ὡρῶν, τῆς ψυχῆς, Id.Smp. 188a, Ti. 36d; of the parts of an animal, Arist.PA 646a20, GA 744b28, al.;σώματος Sor.1.111
;τῶν ἀτόμων Epicur.Nat.35
G.; ἡ περὶ τὴν κεφαλὴν ς. Pl.Ti. 75b; φυσικὴ ς. Arist. Cat. 9b18;ἡ σ. τῆς πόλεως Id.Pol. 1295b28
, cf. 1332a30;τῶν πραγμάτων Id.Po. 1450a15
; τοῦ μύθου ib. 1452a18; abs., plot of a drama, ib. 1453a31;τὴν σ. ἔχειν ἐκ τοῦ ψεύδους Phld.Rh.1.361
S.; περὶ τρόπων συστάσεως, title of work by Chrysipp.; προσώπου ς. expression of face, Plu.Per.5.b abs., political constitution, Pl.R. 546a, Lg. 702d, etc.c χωρίον ἀμπελικὸν ἐν συστάσει ἀρουρῶν ὅσων ἐστίν consisting of.., PGiss.56.7 (vi A.D.).2 coming into existence, formation, , cf. c;πόλεων σ. καὶ φθοράς Id.Lg. 782a
; ἡ ἐξ ἀρχῆς τῶν ὅλων ς. D.S.1.7, cf. Plu.2.427b;τὴν σ. λαμβάνειν Arist.HA 547b14
, Plb.6.4.13, etc.; of a river,τὴν ἀρχὴν τῆς σ. λαμβάνειν Id.9.43.1
;σ. ἐπιβουλῆς Id.6.7.8
.3 of bodies, density or consistency, πυκνότης καὶ ς., opp. ὑγρότης καὶ διάχυσις, Thphr.Vent. 58;σ. καὶ πῆξις Plu.2.130b
; degree of solidity, consistency,σπέρμα.. τρυφερὰν ἔτι καὶ νεοπαγῆ τὴν σ. ἔχον Sor.1.46
, cf. 58; solid knot or lump, [ μαστοὶ] θρομβώδεις συστάσεις ἔχοντες ib.88;μέχρι συστάσεως ἐμπλαστρώδους ἑψηθέν Gal.11.134
, cf. 6.249, Dsc.3.7;τὰ ὑδατωδῶς ὑγρὰ πάχος καὶ σ. μηδεμίαν ἔχοντα Gal.16.761
; λεαίνεται μέχρι ς. Orib.Fr.55.4 a substance, πλάττειν ἐκ πηλοῦ ζῷον ἤ τινος ἄλλης ὑγρᾶς ς. Arist.PA 654b30, cf. Plu.2.696a; ξηραὶ ς. Arist.HA 519b19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύστασις
-
122 ἀπιστία
A unbelief, distrust, πίστεις.. δμῶς καὶ ἀπιστίαι ὤλεσαν ἄνδρας beliefs and disbeliefs, Hes.Op. 372;πίστει χρήματ' ὄλεσσα, ἀπιστίῃ δ' ἐσάωσα Thgn.831
[ῑ]; τῶν θείων τὰ πολλὰ ἀπιστίῃ διαφυγγάνει μὴ γινώσκεσθαι Heraclit.86
, cf. Pl.Grg. 493c;τοῖσι παρεοῦσι ἀ. πολλὴ ὑπεκέχυτο Hdt.3.66
, cf. 2.152;ὑπὸ ἀπιστίης Id.3.153
, al.; ὑπὸ ἀ. μὴ γενέσθαι τι from disbelief that.., Id.1.68; ἀ. πρὸς ἑαυτόν lack of self-confidence, Th.8.66; ; ; ἀπιστίαν ἔχειν περί τινος to be in doubt, Pl.Phd. 107b;σώφρων ἀ. E.Hel. 1617
; πρὸς -ίαν τοῦ κατηγόρου to discredit him, Arist.Rh. 1398a10;ἡ ἀ. ἡ πρὸς ἀλλήλους Id.Pol. 1297a4
;ἀ. ἡ καθ' αὑτοῦ Longin.38.2
; .2 of things,τὰ εἰρημένα ἐς ἀ. πολλὴν ἀπῖκται Hdt.1.193
; πολλὰς ἀπιστίας ἔχει it admits of many doubts, Pl.R. 450c;ὁ λόγος εἰς ἀ. καταπίπτει Id.Phd. 88d
; καταβαλεῖν τινὰ εἰς ἀ. ib.c; ἀ. παρέχειν ib. 86e (interpol.); incredibility,Isoc.
17.48;ταῦτ' ἀπιστίαν ἔχει D. 10.44
.II want of faith, faithlessness,θνήσκει δὲ πίστις βλαστάνει δ' ἀ. S.OC 611
; treachery, And.3.2, X.An.2.5.21;βλέπειν ἀπιστίαν Eup.309
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπιστία
-
123 ἔρις
Aἔριν Od.3.136
, etc.; also ἔριδα, usu. in [dialect] Ep.: pl.ἔριδες, laterἔρεις Ep.Tit.3.9
, etc.:—strife, quarrel, contention:I in Il., mostly of battle-strife,αἰεὶ γάρ τοι ἔ. τε φίλη πόλεμοί τε μάχαι τε 1.177
;μεμαυῖ' ἔριδος καὶ ἀϋτῆς 5.732
, cf. 13.358 ;κακὴ ἔ. 3.7
;ἔ. πτολέμοιο 14.389
, al.; reversely,ἔριδος νεῖκος 17.384
; ἔριδα ξυνάγοντεςἌρηος 5.861
; ἔριδι or ἐξ ἔριδος μάχεσθαι, 1.8, 7.111 ;ἔριδι ξυνιέναι 20.66
, 21.390 ; later,τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν Pi.N.8.51
;ἔρις ἐνόπλιος Gorg.Fr.6
D.II generally, quarrel, strife,ἔρις θυμοβόρος Il.20.253
, etc.: less freq. in pl., ἔριδας καὶ νείκεα ib. 251 : freq. of political or domestic discord,φόνοι, στάσεις, ἔρις, μάχαι S.OC 1234
(lyr.);ἔριδες, νείκη, στάσις,..πόλεμος Ar.Th. 788
;ἔριδος ἀγών S.Aj. 1163
(anap.); ;ἔριν περί τινος ἐκφυγεῖν Pl.Lg. 736c
; λύειν, κατασβέσαι, E.Ph.81, S.OC 422 ;γενέσθαι ἔριν πρὸς σφᾶς αὐτούς Th.6.31
: with Preps.,ἐς ἔριν ἐλθεῖν τινι Hdt.9.33
, cf. Ar.Ra. 877 (hex.); ἀφῖχθαι, ἐμπεσεῖν, E.IA 319 (troch.), 377 ;ἐν πολλῇ ἔριδι εἶναι Th.2.21
;ἐν ἔριδι εἶναι πρὸς ἀλλήλους Id.6.35
;ὑπὲρ τοῦ μέλλοντος δι' ἐρίδων ἦν Plu.Caes.33
: c. inf.,εἰσῆλθε τοῖν τρὶς ἀθλίοιν ἔρις..ἀρχῆς λαβέσθαι S.OC 372
.2 wordy wrangling, disputation,ἐκ τῆς ἔριδος..ἐμάχοντο Hdt.1.82
; ;ἐγένετο ἔρις τοῖς ἀνθρώποις μὴ λοιμὸν ὠνομάσθαι ἀλλὰ λιμόν Th.2.54
;ἦν ἔρις καὶ ἄγνοια εἴτε.. Id.3.111
;μεστὸς ἐρίδων καὶ δοξοσοφίας Pl.Phlb. 49a
, cf.Ti. 88a ;ἡ περὶ τὰς ἔριδας φιλοσοφία Isoc.10.6
;ἔριδος ἕνεκα Pl.Sph. 237b
; cf. ἐριστικός.III Personified, Eris, a goddess who excites to war,Ἔ. κρατερή Il.20.48
;ἐν δ' Ἔ. ἐν δὲ Κυδοιμὸς ὁμίλεον, ἐν δ' ὀλοὴ Κήρ 18.535
;Νὺξ..Ἔριν τέκε καρτερόθυμον Hes.Th. 225
: hence, as goddess of Discord, at the marriage of Peleus and Thetis, Coluth.39, al.2 as a principle of nature,πάντα κατ' ἔριν γίνεσθαι Heraclit.8
: pl., Emp.124.2.IV contention, rivalry, freq. in Od., ἔργοιο in work, 18.366 ; ὅς τις ἔριδα προφέρηται ἀέθλων for prizes, 8.210 ;ἔρις χερσὶ γένηται 18.13
; ἔριδα προφέρουσαι in eager rivalry, 6.92 ;ἔριν στήσαντες ἐν ὑμῖν 16.292
: in later Poets, contest, καλλονᾶς, μελῳδίας, E.IA 1308, Rh. 923 ;ὅπλων ἔριν ἔθηκε συμμάχοις Id.Hel. 100
;ἔριν ἔχειν ἀμφὶ μουσικῇ Hdt.6.129
; ;ἔριν ἐμβάλλειν τισὶ πρὸς ἀλλήλους ὅπως.. X.Cyr.6.2.4
; εἰς ἔριν ὁρμᾶσθαι ταύτης τῆς μάχης πρὸς τοὺς πεπαιδευμένους ib.2.3.15 ;εἰς ἔριν συμβάλλειν τινὰς περὶ ἀρετῆς Id.Lac.4.2
; κατ' ἔριν τὴν Ἀθηναίων out of rivalry with.., Hdt.5.88, cf. Pl.Criti. 109b ; ἔβα Πινδάροιο (leg. - οι)ποτ' ἔριν Corinn. 21
; Διὸς βρονταῖσιν εἰς ἔριν κτυπῶν in rivalry with.., E.Cyc. 328 ; in good sense,ἔρις ἀγαθῶν A.Eu. 975
(lyr.), cf. Hes.Op.24.------------------------------------ἔρις (B),A = ἶρις, [dialect] Att., acc. to Hsch. s.v. ἔριδας. -
124 ὑποστέλλω
A draw in, contract, ὑπέστειλ' ἱστίον made him furl his sail, Pi.I.2.40, cf. Arist.Mech. 851b10 ([voice] Med.); ὑ. τὴν οὐράν tuck down the tail, of dogs, Ammon.Diff.p.27 V.; τοῖς δακτύλοις ὑπεσταλμένοις with closed fingers, Aristaenet.1.10;γαστὴρ ὑπεσταλμένη Philostr. Gym.34
.2 reduce, in [voice] Pass., to be reduced, ὑποστέλλεται τὸ πλῆθος (sc. τῆς καθάρσεως) Sor.1.22; to be limited,τῷ λεχθέντι ἀριθμῷ Ph.1.29
.3 draw back for shelter,ὑπὸ βουνόν τινα τοὺς ἱππεῖς Plb.11.21.2
, cf. Plu.Crass.23,26; ὑ. ἑαυτόν shelter oneself behind, τινι or ὑπό τι, Id.Arat.47, Plb.7.17.1; with ἑαυτόν omitted, Id.6.40.14, etc.: metaph.,ἑαυτόν Ep.Gal.2.12
, cf. Hld.7.26.4 intr., to be reduced in size, Callix.1; to be subordinate,οὐδενὶ ἑτέρῳ S.E.M.8.32
, cf. Ph.2.335, 357.5 draw back, φασὶ τοὺς θορυβώδεις καὶ προυνίκους ὑποστέλλειν αὐτοῦ τῇ παρόδῳ drew back to let him pass, D.L.4.6; of troops, a little in the rear,Ael.
Tact.19.7; ἔχειν ὑπεσταλκότας ταῖς ῥαξὶν τοὺς ὄνυχας have the nails not projecting beyond the finger-tips, Sor.1.3, cf. 18.6 take away, remove, in [voice] Pass., A.D. Adv.203.22; to be excepted, Id.Pron.30.8, al.7 belong, c. dat., POxy.486.22 (ii A. D.), 1502v.3 (iii A. D.), PFlor.47.8,29 (iii A. D.);τῇ συγγραφοδιαθήκῃ POxy.1102.14
(ii A. D.); τῷ νυνὶ ἀμφοδογραμματεῖ, i.e. fall within his authority, ib.2131.13 (iii A. D.); to be subjected,ποιναῖς πρός τινος Lyd.Mag.3.70
.II in [voice] Med., place restrictions on oneself or another, reduce diet, Hp.Aph.1.11: c. gen., abstain from,τῆς τροφῆς Arist.Pr. 864b36
;ὀπώρας Aret.CA1.1
.2 avoid,χειμῶνα Hp.Aph.4.6
; shrink from,οὐδένα.. κίνδυνον SIG 442.10
(Erythrae, iii B. C.), cf. IG12(8).53.6 (Imbros, ii B. C.); ; ὁ μηδὲν ὑποστειλάμενος πρὸς ὕβριν one who has stuck at nothing, D.21.70.3 shrink before, hold in undue awe,τὴν Δημάδου δύναμιν Din.1.11
;οὐ γὰρ μὴ ὑποστείληταί σε LXX Ex.23.21
, cf. De.1.17, Wi.6.7; ὑποστείλασθαί τι δεῖ πρὸς τὸν τοιοῦτον ὑμᾶς καὶ αἰσχυνθῆναι; need you hold back.. ? Din.3.13: abs., Ael.NA7.19; draw back, Ep.Hebr.10.38.4 ὑποστέλλεσθαι λόγῳ place restrictions on oneself in speech, E.Or. 607 (only here in Trag.); without λόγῳ, refrain from saying,οὐ μὴν οἶμαι δεῖν.. ὑποστείλασθαι περὶ ὧν ὑμῖν συμφέρειν ἡγοῦμαι D.1.16
;οὐδὲν ὑπεστειλάμην τῶν συμφερόντων τοῦ μὴ ἀναγγεῖλαι ὑμῖν Act.Ap.20.20
, cf. 27;οὔτε μέγα οὔτε μικρὸν ἀποκρυψάμενος.. οὐδ' ὑποστειλάμενος Pl.Ap. 24a
; οὐδὲν or μηδὲν ὑποστειλάμενος with no reserve, Isoc.6.89, 8.41, 9.39, D.4.51; make reservations, Phld.Rh.1.109, 110 S.;ὀμνύω μὴ ὑπεστάλθαι POxy.246.26
(i A. D.); περὶ τῶν μόσχων, .. οὗ ἕνεκεν ὑπεσταλμένοι εἰσίν dub. sens. in PCair.Zen.412.24 (iii B. C.).5 = διαλανθάνω, delitesco, Gloss.; so perh. in Gal.7.646.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποστέλλω
-
125 εἴσοδος
εἴσοδος, ου, ἡ (Hom. et al.; ins, pap, LXX, TestSol; GrBar 4:15 [Christ.]; Just., Mel.)① place of entering, entrance (Od. 10, 90 et al.; Herm. Wr. 1, 22. So mostly ins, pap; Judg 1:24f; 4 Km 23:11; Jos., Bell. 5, 220, Ant. 15, 347) of Christ μία εἴσοδός ἐστι πρὸς τὸν κύριον (this) is the only entrance to the Lord Hs 9, 12, 6 (εἴς. πρός w. acc. as Philo, Fuga 183).② act of arriving at a destination, entrance, access (Hdt. 1, 118; X., Hell. 4, 4, 7; EpArist 120; Philo, Deus Imm. 132; Jos., Bell. 5, 346; 1 Km 29:6; Ps 120:8; PsSol) τῶν ἁγίων (s. ἅγιος 2b) (in) to the sanctuary Hb 10:19. As festive metaphor, εἰς τὴν αἰώνιον βασιλείαν 2 Pt 1:11. Abs. πρὸ προσώπου τῆς εἰσόδου αὐτοῦ before his coming Ac 13:24 (cp. Mal 3:1).③ act of finding acceptance, acceptance εἴσοδον ἔχειν πρός τινα receive a welcome fr. someone 1 Th 1:9; cp. 2:1 (cp. the Lat. pap POxy 32, 14 [II A.D.] ideo peto a te ut habeat introitum at te=therefore I ask that he be granted the right of admittance to you; Dssm., LO 164 [LAE 198] and M-M. s.v.; M. Ant. 5, 19 τὰ πράγματα … οὐδ. ἔχει εἴσοδον πρὸς ψυχήν); but εἴ. can also mean visit (Eur., Andr. 930, 952) here.—M-M. TW. -
126 εἶπον
εἶπον (Hom.+) used as 2 aor. of λέγω ‘say’ (B-D-F §101, p. 46); subj. εἴπω, impv. εἶπον; inf. εἰπεῖν, ptc. εἰπών. Somet. takes 1 aor. endings (Meisterhans3-Schw. 184, 6; Schweizer 182; Mayser 331; EpArist index) εἶπα, εἶπας, εἶπαν; impv. εἰπόν Mk 13:4; Lk 22:67; Ac 28:26 (on the accent s. W-S. §6, 7d; Mlt-H. 58. On the other hand, εἶπον acc. to PKatz, TLZ 61, ’36, 284 and B-D-F §81, 1), εἰπάτω, εἴπατε (GrBar 13:2), εἰπάτωσαν; ptc. εἴπας Ac 7:37, fem. εἴπασα J 11:28 v.l.; Hv 3, 2, 3; 4, 3, 7. Fut. ἐρῶ; pf. εἴρηκα, 3 pl. εἰρήκασιν and εἴρηκαν (Rv 19:3), inf. εἰρηκέναι; plpf. εἰρήκειν. Pass. 1 aor. ἐρρέθην (ἐρρήθην v.l. Ro 9:12, 26; Gal 3:16), ptc. ῥηθείς; pf. εἴρηται, ptc. εἰρημένος (B-D-F §70, 1; 81, 1; 101 p. 46; W-S. §13, 13; Rob. index) ‘say, speak’① to express a thought, opinion, or idea, say, tellⓐ w. direct or indirect obj. or equivalent τὸν λόγον Mt 26:44. ὅσα Lk 12:3. τί vs. 11; a parable tell (Artem. 4, 80 Μενεκράτης εἶπεν ὄνειρον) 19:11; the truth 2 Cor 12:6 and oft. τοῦτο ἀληθές this as someth. true= this truly J 4:18. τί εἴπω; what shall I say? J 12:27. As a rhetor. transition formula (s. also 3 below) τί ἐροῦμεν; what shall we say or conclude? what then? Ro 3:5; 6:1; 7:7; 9:14, 30. λόγον εἴς τινα say someth. against someone Lk 12:10; also κατά τινος Mt 5:11; 12:32. τί τινι say someth. to someone Gal 3:16. ἔχω σοί τι εἰπεῖν I have someth. to say to you (cp. Lucian, Tim. 20) Lk 7:40. τί εἴπω ὑμῖν; what shall I say to you? 1 Cor 11:22. τὶ πρός τινα say someth. to someone (Pla., Prot. 345c; Herodas 2, 84; Philostrat., Vi. Apoll. 6, 20, 6; Ex 23:13; Jos., Vi. 205) a parable Lk 12:16; speak w. reference to someone Mk 12:12; Lk 20:19. Also πρὸς ταῦτα to this Ro 8:31. τὶ περί τινος say someth. about someone or someth. (X., Vect. 4, 13) J 7:39; 10:41. εἰρήκει περὶ τοῦ θανάτου he had referred to death 11:13. ὑπὲρ (περὶ v.l.) οὗ ἐγὼ εἶπον of whom I spoke J 1:30 (introducing dir. speech). W. acc. of pers. ὸ̔ν εἶπον of whom I said vs. 15; cp. ὁ ῥηθείς the one who was mentioned Mt 3:3. εἰπεῖν τινα καλῶς speak well of someone Lk 6:26. κακῶς speak ill of someone Ac 23:5 (Ex 22:27). W. omission of the nearer obj., which is supplied fr. the context Lk 22:67; J 9:27 al. As an answer σὺ εἶπας sc. αὐτό you have said it is evasive or even a denial (as schol. on Pla. 112e Socrates says: σὺ ταῦτα εἶπες, οὐκ ἐγώ. S. also the refusal to give a clearly affirmative answer in Const. Apost. 15, 14, 4 οὐκ εἶπεν ὁ κύριος ‘ναί’, ἀλλʼ ὅτι ‘σὺ εἶπας’.—λέγω 2e end) Mt 26:25, 64.—W. indication of the pers., to whom someth. is said: in the dat. Mt 5:22; 8:10, 13, 19, 21 and oft. τινὶ περί τινος tell someone about someth. 17:13; J 18:34. Also πρός τινα for the dat. (Lucian, Dial. Mort. 1; Jos., Ant. 11, 210) Mk 12:7; Lk 1:13, 34, 61 and very oft. (w. acc. εἶπον τὸν ἄγγελον GrBar 6:3; 10:7).ⓑ w. direct discourse foll.: Mt 2:8; 9:22; 12:24, 49; 14:29; 15:16, 32; 17:17 and very oft. οὐδὲ ἐροῦσιν= nor will they be able to say Lk 17:21 (cp. Herodas 4, 73 οὐδʼ ἐρεῖς, with direct discourse foll. as in Lk); of someth. said in the past J 14:28.—As a formula introducing an objection (Diod S 13, 21, 5 ἐροῦσί τινες ἴσως; Dio Chrys. 14 [31], 47 ἴσως οὖν ἐρεῖ τις) ἀλλὰ ἐρεῖ τις (X., Cyr. 4, 3, 10; Appian, Bell. Civ. 3, 16 §59 ἀλλὰ … ἐρεῖ τις; Ps.-Clem., Hom. 9, 16 p. 98, 1; 5 Lag.) 1 Cor 15:35; Js 2:18 (on various views, DVerseput, NTS 43, ’97, 108 n. 22). ἐρεῖς οὖν Ro 11:19; w. μοι added 9:19. πρὸς ἡμᾶς Ac 21:13 D. Inserted τίς οὖν αὐτῶν, εἰπέ, πλεῖον ἀγαπήσει αὐτόν; which one, tell me, will love him more? Lk 7:42 v.l.ⓒ w. ὅτι foll. (Diod S 12, 16, 5; 12, 74, 3; Jos., Vi. 205) Mt 28:7, 13; J 7:42; 8:55; 16:15; 1J 1:6, 8, 10; 1 Cor 1:15; 14:23 al.ⓓ w. acc. and inf. foll. Ro 4:1 (text uncertain).ⓔ regularly used w. quotations: Tit 1:12; usually fr. the OT ἐρρέθη Ro 9:12; καθὼς εἴρηκεν Hb 4:3. τὸ ῥηθὲν ὑπὸ κυρίου διὰ τοῦ προφήτου Mt 1:22. ὑπὸ τ. θεοῦ 22:31. διὰ τοῦ προφήτου Ac 2:16; cp. Mt 2:17, 23; 4:14; 8:17; 12:17; 13:35; 24:15 (Just., D. 27, 1 διὰ … Ἠσαίου οὕτως εἴρηται) al. τὸ εἰρημένον what is written Lk 2:24; Ac 13:40; Ro 4:18.—EHowind, De ratione citandi in Ciceronis Plutarchi Senecae Novi Testamenti scriptis obvia, diss. Marburg 1921.ⓕ with questions w. direct discourse foll. (Epict. 3, 23, 18a=ask; Zech 1:9a) Mt 9:4; 17:19, 24; 18:21; 20:32; 26:15 al. W. dat. of pers. Mt 13:10, 27.ⓖ w. adv. modifier ὁμοίως Mt 26:35. ὡσαύτως 21:30; or an adv. expr. ἐν παραβολαῖς in parables= parabolically 22:1. διὰ παραβολῆς using a parable Lk 8:4. W. καθὼς of someth. said in the past (Jos., Ant. 8, 273 καθὼς εἶπεν ὁ προφήτης; cp. Dt 1:21; 19:8; Is 41:22 τὰ ἐπερχόμενα εἴπατε ἡμῖν) Mt 28:6; Mk 14:16; Lk 22:13; cp. J 16:4. εἰπὲ λόγῳ say the word Lk 7:7; Mt 8:8. διὰ φωνῆς πνεύματος ἁγίου through the voice of the Holy Spirit AcPl Ha 11, 5.② to answer a question, answer, reply (Ps.-Pla., De Virt. 2, 376d οὐκ ἔχω εἰπεῖν=I cannot answer that; Ps.-Pla., Eryx. 21 p. 401D ἔχειν εἰπεῖν=be able to answer) Mt 15:34; 16:14; 26:18 al. On its use w. ἀποκρίνεσθαι, freq. in narrative to denote transition, s. ἀποκρ. 2. Also without a preceding question in conversation Mt 14:18; 15:27; Mk 9:39; Lk 1:38 and oft.③ to reach a conclusion by reasoning, conclude, as in the transitional formula τί ἐροῦμεν; what conclusion are we to draw? Ro 3:5; 6:1; 9:14, 30; on Ro 4:1 s. FDanker, in Gingrich Festschr. ’72, 103f. S. also 1a.④ to apply a name or term to someone, call w. double acc. (Maximus Tyr. 14, 5c κόλακα τὸν Ὀδυσσέα; Diog. L. 6, 40 Diogenes the Cynic is called a ‘dog’; SibOr 4, 140) ἐκείνους εἶπεν θεούς J 10:35. ὑμᾶς εἴρηκα φίλους 15:15 (cp. Od. 19, 334; X., Apol. 15; Lucian, Tim. 20).⑤ to give instructions or orders, tell, order (Ex 19:8b; 2 Ch 24:8; w. inf. foll.: Ex 35:1b; Wsd 9:8; Epict. 1, 14, 3 ὅταν [ὁ θεὸς] εἴπῃ τοῖς φυτοῖς ἀνθεῖν, ἀνθεῖ; Aberciusins. 17) εἶπεν δοθῆναι αὐτῇ φαγεῖν he ordered that she be given someth. to eat Mk 5:43. εἶπεν καὶ ταῦτα παρατιθέναι he told them to place this also before (the people) 8:7. W. ἵνα foll. Mt 4:3; Mk 9:18; Lk 4:3.⑥ to tell oneself someth., think. Corresp. to אָמַר בְּלִבּוֹ the expr. εἰπεῖν ἐν ἑαυτῷ (Esth 6:6; Tob 4:2 BA; S has ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ) means say to oneself or quietly, think (to oneself) Mt 9:3; Lk 7:39; 16:3; 18:4; also ἐν τῃ καρδίᾳ αὐτοῦ (Dt 8:17; 9:4; Ps 9:27; 13:1; s. above) Lk 12:45; Ro 10:6.—In mss. and edd. εἶπον freq. interchanges w. λαλέω, λέγω, φημί, and is v.l. in Mt 19:18; Mk 6:16; Lk 19:30; J 7:45, 50; 9:10; 13:24; Ac 23:7.—B. 1253f. DELG s.v. ἔπος 2. Frisk s.v. εἶπον and ἔπος. M-M. TW. Also s. λέγω. -
127 ἀμφί
ἀμφί A prep. I c. acc.1 of place.a beside, aroundπαίζομεν φίλαν ἄνδρες ἀμφὶ θαμὰ τράπεζαν O. 1.17
γλυκὺν ἀμφὶ κᾶπον P. 5.24
Ἐφυραίων ὄπ' ἀμφὶ Πηνειὸν γλυκεῖαν προχεόντων ἐμὰν P. 10.56
οὐδέ ποτε ξενίαν οὗρος ἐμπνεύσαις ὑπέστειλ' ἱστίον ἀμφὶ τράπεζαν I. 2.40
ἥρωες αἰδοίαν ἐμείγνυντ' ἀμφὶ τράπεζαν θαμά fr. 187.b at, inθαυμαστὸς ἐὼν φάνη Ζηνὸς ἀμφὶ πανάγυριν Λυκαίου O. 9.96
c met., over, in defence ofἁνίκ' ἀμφὶ Πύλον σταθεὶς ἤρειδε Ποσειδάν O. 9.31
2 of time. during, forλοιπὸν ἀμφὶ βίοτον O. 1.97
τὸν ὅλον ἀμφὶ χρόνον O. 2.30
τραπέζαισί τ' ἀμφὶ δεύτατα κρεῶν σέθεν διεδάσαντο (sign. dub.: during the last courses: others assume ἀμφί to be adverbial, or join it with τραπέζαις) O. 1.503 in the manner of, after ἀείδετο δὲπὰν τέμενος τὸν ἐγκώμιον ἀμφὶ τρόπον O. 10.77
4 about, concerningκελαδέοντι μὲν ἀμφὶ Κινύραν πολλάκις φᾶμαι Κυπρίων P. 2.15
ὦναξ, ἑκόντι δ' εὔχομαι νόῳ κατά τιν ἁρμονίαν βλέπειν ἀμφ ἕκαστον ὅσα νέομαι P. 8.69
εὐθὺς δ' ἀπήμων κραδία κᾶδος ἀμφ ἀλλότριον N. 1.54
ἢ ἀμφ' Ἰόλαον; (sc. θυμὸν τεὸν εὔφρανας;) I. 7.9 ]ν ἀμφὶ πόλιν φλεγε[ Pae. 18.4
II c. gen.1 about, concerningἔστι δ' ἀνδρὶ φάμεν ἐοικὸς ἀμφὶ δαιμόνων καλά O. 1.35
σύμβολον δ' οὔ πώ τις ἐπιχθονίων πιστὸν ἀμφὶ πράξιος ἐσσομένας εὗρεν θεόθεν O. 12.8
μακρὰ μὲν τὰ Περσέος ἀμφὶ Μεδοίσας Γοργόνος N. 10.4
2 for the sake ofτᾶς εὐδαίμονος ἀμφὶ Κυράνας θέμεν σπουδὰν ἅπασαν P. 4.276
οἷοι Λιβύσσας ἀμφὶ γυναικὸς ἔβαν Ἴρασα πρὸς πόλιν P. 9.105
ἁλίκων τῶ τις ἁβρὸν ἀμφὶ παγκρατίου Κλεάνδρῳ πλεκέτω μυρσίνας στέφανον I. 8.66
III c. dat.1 besideἦ πολλ' ἀμφὶ κρουνοῖς ἔπαθεν O. 13.63
ἀμφὶ Παγγαίου θεμέθλοις ναιετάοντες P. 4.180
τό σφ' ἔχει κυπαρίσσινον μέλαθρον ἀμφ ἀνδριάντι σχεδόν P. 5.40
κεῖνος ἀμφ' Ἀχέροντι ναιετάων N. 4.85
ἦ μὰν ἀνόμοιά γε δᾴοισιν ἐν θερμῷ χροὶ ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ N. 8.30
βαθυκρήμνοισι δ' ἀμφ ἀκταῖς Ἑλώρου N. 9.40
ἀμφί τε Παρνασσίαις πέτραις Pae. 2.97
2 round, onἀμφὶ κόμαισι βάλῃ κόσμον ἐλαίας O. 3.13
ἀμφὶ δ' ἀνθρώπων φρασὶν ἀμπλακίαι κρέμανται O. 7.24
τρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις O. 13.39
φάρμακον πραὺ τείνων ἀμφὶ γένυι O. 13.85
δεξιτέρῳ μόνον ἀμφὶ ποδί P. 4.96
3 in respect of, in the field of, esp. of what is at stake.αἰεὶ δ' ἀμφ ἀρεταῖσι πόνος δαπάνα τε μάρναται πρὸς ἔργον O. 5.15
μήλων τε κνισσαέσσα πομπὰ καὶ κρίσις ἀμφ' ἀέθλοις O. 7.80
εὔχομαι ἀμφὶ καλῶν μοίρᾳ νέμεσιν διχόβουλον μὴ θέμεν O. 8.86
οἷον δ' ἐν Μαραθῶνι μένεν ἀγῶναπρεσβυτέρων ἀμφ' ἀργυρίδεσσιν O. 9.90
ἐν ἡρωίαις ἀρεταῖσιν οὐ ψεύσομ' ἀμφὶ Κορίνθῳ O. 13.52
καὶ τὸ λοιπὸν ὁμοῖα διδοῖτ' ἐπ ἔργοισιν ἀμφί τε βουλαῖς ἔχειν P. 5.119
ὕπατος ἀμφὶ τοκεῦσιν ἔμμεν πρὸς ἀρετάν P. 6.42
ξυναῖσι δ' ἀμφ ἀρεταῖς τέταμαι P. 11.54
ὅσσα δ' ἀμφ ἀέθλοις Τιμοδημίδαι ἐξοχώτατοι προλέγονται N. 2.17
πέφανται οὐκ ἄμμορος ἀμφὶ πάλᾳ κυναγέτας N. 6.14
χρεῖαι δὲ παντοῖαι φίλων ἀνδρῶν· τὰ μὲν ἀμφὶ πόνοις ὑπερώτατα N. 8.42
ὃς δ' ἀμφ ἀέθλοις ἢ πολεμίζων ἄρηται κῦδος ἁβρὸν I. 1.50
μαρνάσθω τις ἔρδων ἀμφ' ἀέθλοισιν I. 5.55
4 owing to “Πέργαμος ἀμφὶ τεαῖς, ἥρως, χερὸς ἐργασίαις ἁλίσκεται” O. 8.42κῆλα δὲ καὶ δαιμόνων θέλγει φρένας ἀμφί τε Λατοίδα σοφίᾳ βαθυκόλπων τε Μοισᾶν P. 1.12
ὕμνον τὸν ἐδέξαντ' ἀμφ ἀρετᾷ P. 1.80
τεὸν χρέος, ὦ παῖ, νεώτατον καλῶν, ἐμᾷ ποτανὸν ἀμφὶ μαχανᾷ P. 8.34
μάντιν τ' ὄλεσσε κόραν, ἐπεὶ ἀμφ Ἑλένᾳ πυρωθέντων Τρώων ἔλυσε δόμους ἁβρότατος P. 11.33
σέο δ' ἀμφὶ τρόπῳ τῶν τε καὶ τῶν χρήσιες (“ton caractère te permet d'employer l'une comme l'autre.” Puech.) N. 1.29τὸν γὰρ Ἴδας ἀμφὶ βουσίν πως χολωθεὶς N. 10.60
ἢ ἀμφὶ πυκναῖς Τειρεσίαο βουλαῖς; (sc. θυμὸν τεὸν εὔφρανας;) I. 7.8Ζεὺς ὅτ' ἀμφὶ Θέτιος ἀγλαός τ ἔρισαν Ποσειδὰν γάμῳ I. 8.27
πιστὰ δ' Ἀγασικλέει μάρτυς ἤλυθον ἐς χορὸν ἐσλοῖς τε γονεῦσιν ἀμφὶ προξενίαισι Παρθ. 2. 41.5 in honour ofἀνδρὸς ἀμφὶ παλαίσμασιν φόρμιγγἐλελίζων O. 9.13
ἀναβάσομαι στόλον ἀμφ' ἀρετᾷ κελαδέων P. 2.62
ἀμφὶ Νεμέᾳ πολύφατον θρόον ὕμνων δόνει ἡσυχᾷ N. 7.80
6 of time, in the course ofἁλίῳ ἀμφ' ἑνί O. 13.37
B adv., all roundἀμφὶ δὲ παρδαλέᾳ στέγετο φρίσσοντας ὄμβρους P. 4.81
εἶπε δ' ἐν μέσσοις ἀπάγεσθαι, ὃς ἂν πρῶτος θορὼν ἀμφί οἱ ψαύσειε πέπλοις P. 9.120
οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ' ἀμφὶ γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν P. 8.85
-
128 βία
Aβίηφι Od.6.6
:—bodily strength, force, Hom., etc.;χειρῶν βία B. 10.91
:—in Hom., periphr. of strong men,βίη Ἡρακληείη Il.2.658
, where the part. masc. πέρσας follows, cf. 11.690; βίη Ἐτεοκληείη, Ἰφικλείη, 4.386, Od.11.290, etc.;βίη Διομήδεος Il.5.781
; alsoἲς.. βίης Ἠρακληείης Hes.Th. 332
: so in Lyr. and Trag.,Πέλοπος βία B.5.181
; Τυδέως βία, Πολυνείκους β., A.Th. 571, 577;φίλτατ' Αἰγίσθου β. Id.Ch. 893
; θήρειος β., = Κένταυροι, S. Tr. 1059.2 personified,Κράτος Βία τε A.Pr.12
.3 of the mind,οὐκ ἔστι βίη φρεσίν Il.3.45
.b of an argument,βίαν οὐκ ἔχειν πρὸς <τὸ> ἀποδειξαι Phld.Sign.9
.II act of violence,ὕβρις τε βίη τε Od.15.329
: mostly in pl.,κείνων γε βίας ἀποτείσεαι 11.117
;βίας ὑποδέγμενος ἀνδρῶν 16.189
;βίαι ἀνέμων Il.16.213
.2 βίᾳ τινός against one's will, in spite of him, A.Th. 746 (lyr.), S.Ant.79, Th.1.43, etc.;β. φρενῶν A.Th. 612
;β. καρδίας Id.Supp. 798
; β. alone as Adv., perforce, Od.15.231, B.17.10, A.Pr.74, al.;βίῃ ἐπειρᾶτο Hdt. 6.5
; opp. κατὰ φύσιν, Arist.Ph. 215a1; alsoπρὸς βίαν τινός A.Eu.5
;πρὸς βίαν ἄγειν τινά Id.Pr. 210
, cf. S.OT 805, Eup.8.10 D., Ar.V. 443, etc.; opp. ἑκών, Pl.Phdr. 236d; , al., Herod.5.58;ὑπὸ βίης Hdt.6.107
;ἀπὸ βίας D.S.20.51
; of Zeus,εὐμενεῖ βία κτίσας A.Supp. 1068
(lyr.).3 in [dialect] Att. law, rape, βίας δίκη Sch.Pl.R. 464e;βίᾳ αἰσχύνεσθαί τινα Lys.1.32
.4 = Lat. vis, βίας γραφή D C.37.31, cf. 33;μαρτύρομαι τὴν βίαν POxy.1120.11
(iii A. D.). (Cf. Skt. jyā´ jiyā´ 'preponderating power', jināti 'oppress'.)
См. также в других словарях:
τραχύς — ιά, ύ / τραχύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, θηλ. και τραχεία Ν, και ιων. τ. τρηχύς και τ. θηλ. τρηχέα Α 1. ανώμαλος στην αφή, αυτός που δεν έχει λεία και ομαλή επιφάνεια (α. «τραχύ δέρμα» β. «τραχιά ακτή» γ. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. δ. «γῆ... λιθώδης... καὶ… … Dictionary of Greek
φυσιώ — (I) άω, Α [φῡσα] 1. αναπνέω έντονα και με δυσκολία, ασθμαίνω 2. συρίζω («φυσιόωσα ἔχις», Οππ.) 3. μτφ. αλαζονεύομαι, επαίρομαι. (II) όω, Α [φύσις] κάνω κάποιον να αντιμετωπίζει κάτι με φυσικό τρόπο («διὰ τῆς φαντασίας συνεθισμὸς φυσιοῖ πως ἡμᾶς… … Dictionary of Greek
σκεπαστικός — ή, ό / σκεπαστικός, ή, όν, ΝΑ [σκεπάζω] κατάλληλος για σκέπασμα, για κάλυψη, καλυπτήριος («οὐδὲ... τούτοις εὐφυὲς τὸ δέρμα πρὸς χωριστὸν ἔχειν τὸ σκεπαστικὸν μόριον», Αριστοτ.) νεοελλ. φρ. «σκεπαστική αλοιφή [ἡ ουσία]» (φαρμ.) αλοιφή ή σκόνη που… … Dictionary of Greek
υπολαλώ — έω, ΜΑ [λαλῶ] μσν. λέω κάτι έμμεσα, πλαγίως («βούλεται δὲ μᾱλλον ὑπολαλεῑν τῷ τολμῶντι τὸ χρῆναι αὑτὸν πρὸς ἑαυτῷ ἔχειν τὸν νοῡν», Ευστ.) αρχ. 1. μιλώ χαμηλόφωνα 2. λέω κάτι κρυφά, ψιθυρίζω … Dictionary of Greek
ДАВИД ДИСИПАТ — ДИСИПАТ [греч. Ϫαυΐδ, Ϫαβὶδ Ϫισύπατος] († между 1347 и 1354), мон., богослов, сторонник учения свт. Григория Паламы. С. Петридис (см.: Pétridès S. David et Gabriel, hymnographes // EO. 1905. Vol. 8. P. 299) предположил возможность отождествления… … Православная энциклопедия
ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть … Православная энциклопедия
ροπή — ενός ανύσματος (π.χ. μιας δύναμης, μιας ταχύτητας, μιας ώσης), ως προς ένα σημείο, είναι το γινόμενο του μεγέθους του ανύσματος επί την απόσταση της ευθείας εφαρμογής του από το ορισμένο σημείο. Ο ορισμός αυτός επεκτείνεται και στη ρ. ως προς… … Dictionary of Greek
БОЭТ СИДОНСКИЙ — I. БОЭТ СИДОНСКИЙ (Βόηθος ὁ Σιδώνιος) (1 в. до н. э.), философ перипатетик, глава Перипатетической школы после Андроника Родосского, комментатор Аристотеля. Неоплатоник Аммоний называет Б. 11 м «после Аристотеля» схолархом Перипата… … Античная философия
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
προβολή — Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά σε διάφορες περιπτώσεις, ιδιαίτερα μάλιστα στη γεωμετρία. 1. Αν ε, η είναι δύο ευθείες, όχι παράλληλες σε ένα επίπεδο Ε, τότε ονομάζεται προβολή ενός σημείου Μ του επιπέδου Ε πάνω στην ευθεία ε παράλληλα με… … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek