-
1 προμηθία
προμηθίᾱ, προμήθειαforesight: fem nom /voc /acc dual (attic ionic)προμηθίᾱ, προμήθειαforesight: fem nom /voc sg (attic doric ionic aeolic)——————προμηθίαι, προμήθειαforesight: fem nom /voc pl (attic ionic)προμηθίᾱͅ, προμήθειαforesight: fem dat sg (attic doric ionic aeolic) -
2 προμηθια
-
3 προμηθίᾳ
Βλ. λ. προμηθία -
4 προμηθία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προμηθία
-
5 προμηθίας
προμηθίᾱς, προμήθειαforesight: fem acc pl (attic ionic)προμηθίᾱς, προμήθειαforesight: fem gen sg (attic doric ionic aeolic) -
6 προμηθίαν
προμηθίᾱν, προμήθειαforesight: fem acc sg (attic doric ionic aeolic) -
7 προμήθεια
προμήθ-εια, [dialect] Dor. [suff] προ-μάθεια [μᾱ], [dialect] Ion. [full] προμηθίη, in Trag. [full] προμηθία (v. sub fin.):—A foresight, forethought,σοφὸν ἡ προμηθίη Hdt.3.36
, cf. Pi.N.11.46, I.1.40, Th.4.62, al.;προμηθίαν λαβεῖν A.Supp. 178
, cf. E.Hec. 795;πολλὴν προμήθειαν ποιεῖσθαι Pl.Min. 318e
; ἐν πολλῇ προμηθίῃ ἔχειν τινά to hold in great consideration, Hdt.1.88;προμηθείην ἔχειν τινός Xenoph.1.24
, cf. E.Alc. 1054, Pl.Grg. 501b;ἔχειν τὴν ὑπὲρ τῆς ψυχῆς π. Id.R. 441e
: with reference to Prometheus, Luc.Prom.Es1. [ προμηθία is required by the metre in S.El. 990, OC 332, 1043, Frr.302.2,950.3, E.Med. 741, Hec. 1137, Ph. 1466, Andr. 690, IT 1202, and is admissible in A.Supp. 178, S.El. 1036, 1350, Ph. 557, E.Alc. 1054, Ion 448, whereas προμήθεια is never required.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προμήθεια
-
8 προ-μηθίη
-
9 προμηθίαι
προμήθειαforesight: fem nom /voc pl (attic ionic)προμηθίᾱͅ, προμήθειαforesight: fem dat sg (attic doric ionic aeolic) -
10 προμήθειος
2 βοτάνη Προμήθειος καλουμένη Ps.Plu.Fluv.5.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προμήθειος
-
11 σός
σός, ή, όν, possessive Adj. of 2 pers. sg. ([etym.] σύ), the alternative [dialect] Ep. and [dialect] Dor. form being τεός (q.v.),A thy, thine, Il.8.420, etc.; [dialect] Ep.gen.σοῖο Od.15.511
; σ. δέμας, σ. ἔργον, λέχος ς., etc., A.Pr. 146(lyr.), 635, 557 (lyr.), etc.: σ. ἑταῖρος a friend of yours, Pl.Ly. 204a, etc.: with the Art.,τὸ σὸν γέρας Il.1.185
, cf. 207, al., and so freq. in [dialect] Att., δέμ·ας τὸ σ., τὸ σ. κάρα, etc., A.Pr. 1019, Ag. 1615, etc. (but never so when it serves as predicate,οὐ σ. τόδ' ἐστὶ τοὔργον S.El. 296
;πάτερ, σός εἰμι Id.Ant. 635
); σ. ἔργον c. inf., 'tis thy business to..,ἔργον ἤδη σ. τὰ λοίφ' ὑπηρετεῖν Id.Ph.15
; σόν [ ἐστι] alone,σ. δ' αὖ τὸ σιγᾶν A.Th. 232
, cf. S.El. 1470; σὴ μὲν ἐγώ, σὰ δὲ πάντα thine am I, thine are all things, Call.Del. 219.2 without a Subst., thine, εἰ ἐτεόν γε σός εἰμι thy son, Od.9.529, cf. E.Hel. 226 (lyr.); σὺ μὲν ἀπάγου τὴν ς. X.Cyr.3.1.37; οἱ ς. thy kinsfolk, people, S.OT 1448, etc.: also sg., your agent or servant, PFay.123.5 (i/ii A.D.): τὸ ς. what concerns thee, thy interest, advantage, S.El. 251, Aj. 1313; thy words, thy purpose, ib.99, 1401, etc.; τὰ ς. thy property,ἐπὶ σοῖσι καθήμενος Od.2.369
, cf. X.Mem.2.3.12, Ev.Luc.6.30; εὖ φρονῶ τὰ ς. thy interests, S.Aj. 491; καὶ σὲ καὶ τὰ ς. Id.El. 522, etc.3 with a gen. added,τὰ σ' αὐτῆς ἔργα Il.6.490
; τὰ σ' αὐτοῦ κήδε ([etym.] α) Od.14.185;σῷ δ' αὐτοῦ κράατι 22.218
;τοῖς σοῖσιν αὐτοῦ S.OT 416
;τὸ σὸν μόνης δώρημα Id.Tr. 775
; τὸν σ. τοῦ πρέσβεως [ ὀφθαλμόν] Ar.Ach.93.II objective, of or for thee,σῇ ποθῇ Il.19.321
;σ. τε πόθος σ. τε μήδεα Od.11.202
;σῇ προμηθίᾳ S.OC 332
;προνοίᾳ τῇ τε σ. κἀμῇ E.Andr. 660
; εὐνοίᾳ τῇ ς. Pl.Grg. 486a. -
12 ἀνδρεῖος
ἀνδρεῖος, α, ον, [dialect] Ion. [suff] ἀνδρ-ήιος, η, ον (codd. of Hdt. have the common form in the [comp] Comp. and [comp] Sup. ἀνδρειότερος, -ότατος, 1.79, 123), Delph. [full] ἀνδρέος GDI1724, al.:—A of or for a man, στέγη dub. in A.Fr. 124;θαἰμάτια Ar.Ec.75
; opp. γυναικεῖος, Id.Th. 154, Archipp.6D., Pl.R. 451c, X.Mem.2.7.5;πέπλοι Theoc.28.10
(where ἀνδρέϊοι) ; αὐλός (v. αὐλός) Hdt.1.17; ἀ. ἀγορά the men's market, CIG 3657 ([place name] Cyzicus); ἀνδρεῖος (sc. σύλλογος) Test.Epict.1.22, 2.29; vestem virilem,D.L.
3.46; ἀ. ἱμάτιον, = toga virilis, Plu.Brut.14.II manly, masculine, courageous,ῥώμη Hdt.7.153
, etc.; even of women, Arist.Pol. 1277b22, Po. 1454a23; and in bad sense, stubborn,ἀναίσχυντος καὶ ἀ. τὰ τοιαῦτα Luc.Ind.3
: neut., τὸ ἀνδρεῖον, = ἀνδρεία, Th. 2.39; ;ἔβησαν εἰς τἀνδρεῖον Id.Andr. 683
. Adv. , al.: [comp] Sup. .III [full] ἀνδρεῖα, τά, the public meals of the Cretans, also the older name for the Spartan φειδίτια or φιλίτια (q.v.), Alcm.22, Arist. Pol. 1272a3, Plu.Lyc.12, Str.10.4.18 (v.l. ἄνδρια:—also [full] ἀνδρήιον, τό, Cretan for the public hall, GDI4992 a ii 9, cf. 5040.38, al.IV ἀνδρεῖον, τό, = σίνηπι ἄγριον, Ps.-Dsc.2.154.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνδρεῖος
См. также в других словарях:
προμηθία — προμηθίᾱ , προμήθεια foresight fem nom/voc/acc dual (attic ionic) προμηθίᾱ , προμήθεια foresight fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμηθίᾳ — προμηθίαι , προμήθεια foresight fem nom/voc pl (attic ionic) προμηθίᾱͅ , προμήθεια foresight fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμηθία — ἡ, Α (ποιητ. τ.) βλ. προμήθεια … Dictionary of Greek
Καὶ τοῦτο τοι τ’ἀνδρεῖον, ἡ προμηθία. — καὶ τοῦτο τοι τ’ἀνδρεῖον, ἡ προμηθία. См. Все можно, только осторожно … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
προμηθίας — προμηθίᾱς , προμήθεια foresight fem acc pl (attic ionic) προμηθίᾱς , προμήθεια foresight fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμηθίαν — προμηθίᾱν , προμήθεια foresight fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
все можно, только осторожно — Ср. Осторожа (дороже) лучше воро/жи Ср. Тисни, тисни! есть возможность А потом дрожи суда!.. Осторожность, осторожность, Осторожность, господа! Некрасов. Песни о свободном слове. Осторожность. Ср. Осторожность мать безопасности. Гр. П.И. Панин.… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Все можно, только осторожно — Все можно, только осторожно. Ср. Осторожа (дороже) лучше ворожи. Ср. Тисни, тисни! есть возможность А потомъ дрожи суда!... Осторожность, осторожность, Осторожность, господа! Некрасовъ. Пѣсни о свободномъ словѣ. Осторожность. Ср. Осторожность… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
προβουλία — ἡ, Α [πρόβουλος] πρόβλεψη, πρόνοια, προμηθία* … Dictionary of Greek
προμήθεια — Γιορτή της αρχαίας Αθήνας προς τιμήν του Προμηθέα. Ήταν πανάρχαιη ετήσια γιορτή στη διάρκεια της οποίας γινόταν και λαμπαδηφορία. Κατά τον Παυσανία, η λαμπαδηφορία είχε αφετηρία τον βωμό του Προμηθέα στην Ακαδημεία και τέρμα της την Ακρόπολη. * * … Dictionary of Greek
προμήθειος — εία, ον, και προμήθειος, ον, Α [Προμηθεύς] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Προμηθέα 2. (το ουδ. στον πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Προμήθεια ή Προμήθια ονομασία γιορτής που τελούσαν στην Αθήνα προς τιμήν τού Προμηθέα, κατά τη διάρκεια τής οποίας… … Dictionary of Greek