-
1 συλλογος
ὅ1) собрание, сборище, сходка Her., Arst.ξύλλογοι γυναικοπληθεῖς Eur. — многолюдные женские собрания;
ἅπας σ. στρατεύματος Eur. — полный сбор войска;καὴ ἐν ἐκκλησίᾳ καὴ ἐν ἄλλῳ ξυλλόγῳ, ὅστις ἂν πολιτικὸς σ. γίγνηται Plat. — и в народном собрании, и во всяком другом собрании, если оно только посвящено политическим вопросам2) сборный пункт Xen.3) присутствие духа, бодрость(σύλλογον ψυχῆς λαβεῖν Eur.)
-
2 σύλλογος
σύλλογοςassembly: masc nom sg -
3 σύλλογος
ο объединение; общество, товарищество, ассоциация;коллегия; коллектив; клуб;εμπορικός σύλλογος — торговое объединение;
σύλλογος δημοσίων υπαλλήλων — ассоциация государственных служащих;
αθλητικός σύλλογος — спортивное общество;
ποδοσφαιρικός σύλλογος — футбольный клуб;
δικηγορικός σύλλογος — коллегия адвокатов;
§ εκλογικός σύλλογος — избиратели (избирательного округа, участка и т. п.)
-
4 σύλλογος
[силлогос] ουσ α общество, ассоциация. -
5 σύλλογος
σύλλογ-ος, ὁ,A assembly, concourse, meeting of persons, whether legal or riotous,σ. ἐγίνετο Hdt.8.74
; Ἀχαιῶν ς., name of a play by Sophocles;ξ. γυναικοπληθεῖς E.Alc. 951
;σ. στρατεύματος Id.IA 514
, cf. 825;ἐν θεοῖς σ. σοῦ πέρι ἔσται Id.Hel. 878
;σ. ποιῆσαι Th.1.67
, 4.114 (cf. ἐκκλησία); σ. ποιέεσθαι Hdt.7.8
init., 8.24, cf. E.Heracl. 335;σ. διαλύειν Hdt.7.10
.δ'; of the people, διαλύεσθαι ἐκ τοῦ ς. Id.3.73;σ. σχολαστικοί Arist.Pol. 1313b3
; συμπόσια καὶ ἄλλοι ς. Phld.Mus. p.110K.;ὁ σ. ὁ Ἁλικαρνασσέων SIG45.1
(Halic., v B.C.), cf. 278.3 (Priene, iv B.C.), al.; at Athens, of any special public meeting or assembly, opp. the common ἐκκλησία, Th.2.22, Pl.Lg. 764a;ἐκκλησίᾳ καὶ ἄλλῳ σ. παντί, ὅστις ἂν πολιτικὸς σ. γένηται Id.Grg. 452e
, cf. X.An.5.7.2, D.19.122; freq. of a muster of forces, X.Cyr.6.2.11, al.; soσ. νεῶν And.3.38
; σ. θεραπηΐης a medical consultation, Hp. Praec.13.II metaph., collectedness, presence of mind,σύλλογον ψυχῆς λαβέ E.HF 626
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύλλογος
-
6 σύλλογος
σύλ-λογος, ὁ, Sammlung, Versammlung, Zusammenkunft; übtr., σύλλογον ψυ χῆς λάβε, sich sammeln, fassen, bes. von Menschen, σύλλογον ποιεῖσϑαι, versammeln; auch der Ort, wo sich die Soldaten versammeln -
7 σύλλογος
association -
8 ξύλλογος
σύλλογος, σύλλογοςassembly: masc nom sg -
9 συλλόγοις
σύλλογοςassembly: masc dat pl -
10 συλλόγου
σύλλογοςassembly: masc gen sg -
11 συλλόγους
σύλλογοςassembly: masc acc pl -
12 συλλόγων
σύλλογοςassembly: masc gen pl -
13 σύλλογε
σύλλογοςassembly: masc voc sg -
14 σύλλογοι
σύλλογοςassembly: masc nom /voc pl -
15 σύλλογον
σύλλογοςassembly: masc acc sg -
16 σύλ-λογος
σύλ-λογος, ὁ, wie συλλογή, Sammlung, Versammlung, Zusammenkunft, ἅπας Ἀχαιῶν σύλλογος στρατεύματος, Eur. I. A. 514; ἀστῶν σύλλογον ποιήσομαι, = συλλέξομαι, Heracl. 336; auch übtr., σύλλογον ψυ χῆς λάβε, Herc. F. 626, sich sammeln, fassen, bes. von Menschen, σύλλογον ποιεῖσϑαι, versammeln, Her. oft, Ggstz σύλλογον διαλύειν, 7, 10, 4, u. διαλύεσϑαι ἐκ τοῠ συλλόγου, 3, 73; Thuc. oft, Plat. u. Folgde, wie Xen. An. 5, 6, 22, auch der Ort, wo sich die Soldaten versammeln, 1, 1, 2.
-
17 νυκτερινός
νυκτερινός, nächtlich, bei Nacht; φέγγος, Plat. Rep. VI, 508 c; σύλλογος, Legg. X, 909 a; φυλακαί, Xen. Hell. 7, 1, 5; κήρυγμα, 5, 4, 10; Sp., wie Pol., ἐπιϑέσεις, σύνϑημα, 4, 8, 11. 6, 34, 7; Opp. Cyn. 3, 266; νυκτερινώτατόν τι τολμᾶν, in tiefster Nacht, Luc. Icar. 21.
-
18 γυναικο-πληθής
γυναικο-πληθής, ές, voll von Weibern, σύλλογος Aesch. Pers. 122; ὅμιλος Eur. Alc. 955.
-
19 διά-λυσις
διά-λυσις, ἡ, 1) Auflösung, Trennung, τῆς κοινωνίας Plat. Rep. I, 343 d; καὶ διάκρισις Phil. 32 a; τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος Gorg. 524 b; auch τοῦ σώματος allein, Phaed. 88 b; γεφύρας, Abbrechen, Thuc. 1, 137; χρεῶν, Tilgung, Bezahlung, Plat. Legg. III, 684 d; δανείων Plut. Cic. 41; auch absol., Arat. 12; dah. καὶ χάρις, Abstattung des Dankes, Demetr. 6; γάμου, Scheidung, Plut. Sull. 35. – Auflösung einer Versammlung, Entlassung; Ggstz σύλλογος Plat. Legg. VI, 758 d. συνδρομαί Plut. Pomp. 19; ähnl. ἀγορῆς, die Zeit, wo man den Markt verläßt, Her. 3, 104; dah. Beendigung, Ende, κακῶν Eur. Phoen. 438. – 2) Beilegung der Feindseligkeiten, Friedensstiftung, Pol. 5, 29; πολέμου Thuc. 4, 19; Luc. Zeux. 8; öfter Plut.; Aussöhnung, πρός τινα, Dem. 21, 119.
-
20 ἐπί-κλητος
ἐπί-κλητος, herbeigerufen, σύλλογος, zum Berathschlagen herbeigerufen, Her. 7, 8; οἱ ἐπίκλητοι, die Versammlung der Berathschlagenden, 8, 101. 9, 2; zu Hülfe gerufen, Her. 5, 75; Thuc. 4, 61; herbeigerufen, gewählt, Dion. Hal. 2, 76; eingeladen, Ar. Pax 1232; bes. die von den Gästen noch eingeladen sind, nicht vom Wirthe, vgl. Plut. Symp. 7, 6, 1; – herbeigeholt, fremdartig, Pol. 8, 13, 1; Ggstz von ἐπιχώριος, D. Hal. 6, 53; – ἐπίκλητος ἐγένετο, er wurde angeklagt, D. Cass. 78, 21.
См. также в других словарях:
σύλλογος — assembly masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύλλογος — ο, ΝΜΑ νεοελλ. 1. οργανωμένη ομάδα ανθρώπων με κοινούς στόχους (α. «σύλλογος εκπαιδευτικών» β. «εξωραϊστικός σύλλογος» γ. «εμπορικός σύλλογος») 2. φρ. «σύλλογος τών καθηγητών [ή τών δασκάλων]» το σύνολο τών εκπαιδευτικών που υπηρετούν σε ένα… … Dictionary of Greek
σύλλογος — ο 1. οργανωμένη ομάδα προσώπων με ορισμένους σκοπούς: Ο μορφωτικός σύλλογος του χωριού μας ανέπτυξε πλούσια δράση. 2. «σύλλογος καθηγητών», το σύνολο των καθηγητών που υπηρετούν σ ένα γυμνάσιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σύλλογος προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων — Μορφωτικός και φιλεκπαιδευτικός σύλλογος. Τον ίδρυσε το 1899 ο Δημήτριος Βικέλας, με την ηθική και πνευματική υποστήριξη πολλών λόγιων της εποχής. Ο ποιητής Γ. Δροσίνης διατέλεσε πρώτος γραμματέας του. Το Βικέλα ώθησε στην ίδρυση του Συλλόγου, ο… … Dictionary of Greek
Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως — Σύλλογος που ιδρύθηκε το 1861 από τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης με σκοπό την καλλιέργεια των γραμμάτων. Ανέπτυξε πλούσια δράση, έχτισε μεγαλοπρεπές οικοδόμημα (1873), ίδρυσε οργανοθήκη, βιβλιοθήκη και αναγνωστήριο και επιδίωξε να συνδεθεί με … Dictionary of Greek
ξύλλογος — σύλλογος , σύλλογος assembly masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαιδρυνταί — Σύλλογος ιερέων στην Ολυμπία. Κατάγονταν από τον Αθηναίο γλύπτη Φειδία, που κατασκεύασε το εκεί άγαλμα του Ολύμπιου Δία. Σε αυτούς είχε ανατεθεί το καθήκον του καθαρισμού του αγάλματος του θεού και η προσφορά, μετά από αυτό, θυσίας στην Εργάνη… … Dictionary of Greek
συλλόγοις — σύλλογος assembly masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλόγου — σύλλογος assembly masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλόγους — σύλλογος assembly masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλόγων — σύλλογος assembly masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)