Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

πράγματα

  • 1 вещь

    -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. πράγμα, αντικείμενο•

    необходимые -и τα απαραίτητα πράγματα•

    домашние -и τα πράγματα του σπιτιού.

    || ενδύματα, ιματισμός•

    положить -и в дорожный мешок βάζω τα πράγματα στονοδοιπο-πορικό σάκκο.

    2. έργο, δημιούργημα•

    художник дал на выставку свой лучшие -и ο καλλιτέχνης έδοσε στην έκθεση τα καλύτερα έργα του.

    3. γεγονός, κατάσταση•

    ты глубже смотри на -и εσύ βαθύτερα να εξετάζεις τα πράγματα•

    странная вещь παράξενο πράγμα.

    4. (φιλοσ.) αν τικείμενο, φαινόμενο•

    существуют -и независимо от нашего сознания υπάρχουν αντικείμενα ανεξάρτητα από τη συνείδηση μας•

    -и в сейе αντικείμενα αυτά καθ’ εαυτά.

    Большой русско-греческий словарь > вещь

  • 2 вещь

    вещь ж 1) το πράγμα, το αντικείμενο 2) мн. \вещьи τα πράγματα, οι αποσκευές уло жить \вещьи ταχτοποιώ τα πράγ ματα μου
    * * *
    1) ж το πράγμα, το αντικείμενο
    2) мн. вещи τα πράγματα, οι αποσκευές

    уложи́ть вещи — ταχτοποιώ τα πράγματα μου

    Русско-греческий словарь > вещь

  • 3 разный

    επ.
    1. διάφορος, διαφορετικός-разныйые мнения, вкусы διάφορες γνώμες, διαφορετικά γούστα•

    это две вещи -ые αυτό είναι δυο διαφορετικά πράγματα•

    -ые способы διάφοροι τρόποι.

    2. ποικίλος, πολύμορφος, πολυειδής.
    3. άλλος, ξεχωριστός•

    они разошлись в разныйые стороны αυτοί χώρισαν προς διάφορες κατευθύνσεις.

    || παντοειδής, κάθε λογής, παντοδαπός• ποικίλος.
    ουσ. ουδ. -ое διάφορα πράγματα•

    они говорили о -ом αυτοί μιλούσαν για διάφορα πράγματα,

    Большой русско-греческий словарь > разный

  • 4 лежать

    лежать 1) πλαγιάζω, ξαπλώνω 2) (находиться) βρίσκομαι· \лежать в больнице βρίσκομαι στο νοσοκομείο· где лежат мой вещи? πού βρίσκονται τα πράγματα μου;
    * * *
    1) πλαγιάζω, ξαπλώνω
    2) ( находиться) βρίσκομαι

    лежа́ть в больни́це — βρίσκομαι στο νοσοκομείο

    где лежа́т мои́ ве́щи? — πού βρίσκονται τα πράγματά μου

    Русско-греческий словарь > лежать

  • 5 необходимый

    необходимый αναγκαίος, απαραίτητος* \необходимыйые средства τα απαραίτητα μέσα' самые \необходимыйые вещи τα πιο απαραίτητα ( πράγματα)· мне \необходимыйо... έχω ανάγκη από...необъятный απέραντος, τεράστιος
    * * *
    αναγκαίος, απαραίτητος

    необходи́мые сре́дства — τα απαραίτητα μέσα

    са́мые необходи́мые ве́щи — τα πιο απαραίτητα (πράγματα)

    мне необходи́мо… — έχω ανάγκη από…

    Русско-греческий словарь > необходимый

  • 6 отнести

    отнести φέρνω, μεταφέρω' я должен \отнести эти вещи πρέπει να τα πάω αυτά τα πράγματα \отнестись (к кому-чему-л.) κομσυμπεριφέρομαι
    * * *
    φέρνω, μεταφέρω

    я до́лжен отнести́ э́ти ве́щи — πρέπει να τα πάω αυτά τα πράγματα

    Русско-греческий словарь > отнести

  • 7 пустяк

    пустяк м το τίποτα, το ασήμαντο· это \пустяк αυτό δεν είναι τίποτα* \пустякй, всё уладится τιποτένια πράγματα, όλα θα ταιριάσουν
    * * *
    м
    το τίποτα, το ασήμαντο

    э́то пустя́к — αυτό δεν είναι τίποτα

    пустя́ки́, всё ула́дится — τιποτένια πράγματα, όλα θα ταιριάσουν

    Русско-греческий словарь > пустяк

  • 8 распаковать

    распаковать, распаковывать ανοίγω ( τα δέματα); \распаковать вещи λύνω τα πράγματα
    * * *
    = распаковывать
    ανοίγω (τα δέματα)

    распакова́ть ве́щи — λύνω τα πράγματα

    Русско-греческий словарь > распаковать

  • 9 сложить

    сложить 1) δένω, ταχτοποιώ; \сложить вещи δένω τα πράγματα μου 2) (согнуть) διπλώνω; \сложить газету διπλώνω την εφημερίδα 3) мат. προσθέτω
    * * *
    1) δένω, ταχτοποιώ

    сложи́ть ве́щи — δένω τα πράγματά μου

    2) ( согнуть) διπλώνω

    сложи́ть газе́ту — διπλώνω την εφημερίδα

    3) мат. προσθέτω

    Русско-греческий словарь > сложить

  • 10 собрать

    собрать 1) в рази. знач. μαζεύω· \собрать урожай συγκομίζω, σοδιάζω· \собрать вещи μαζεύω τα πράγματα* \собрать коллекцию κάνω συλλογή, συλλέγω 2) (созвать) συγκαλώ, συγκεντρώνω 3) (смонтировать) εφαρμόζω, μαντάρω, συναρμολογώ \собраться 1) (вместе) συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι 2) (приготовиться ) ετοιμάζομαι σκοπεύω (намереваться)' он
    * * *
    1) в разн. знач. μαζεύω

    собра́ть урожа́й — συγκομίζω, σοδιάζω

    собра́ть ве́щи — μαζεύω τα πράγματα

    собра́ть колле́кцию — κάνω συλλογή, συλλέγω

    2) ( созвать) συγκαλώ, συγκεντρώνω
    3) ( смонтировать) εφαρμόζω, μοντάρω, συναρμολογώ

    Русско-греческий словарь > собрать

  • 11 пожирать

    пожирать
    несов καταβροχθίζω, τρώγω· ◊ \пожирать глазами τρώγω μέ τά μάτια пожитки мн. разг τά πράγματα / ἡ κου· ρελαρία (домашний скарб):
    собрать свои́ \пожирать ἐτοιμάζω τά πράγματα μου.

    Русско-новогреческий словарь > пожирать

  • 12 инвентарь

    α.
    1. περιουσία (όλα τα πράγματα επιχείρησης, ιδρύματος, οργάνωσης).
    2. κατάλογος περιουσιακός.
    εκφρ.
    живой инвентарь – η περιουσία σε ζώα•
    мертвый инвентарь – περιουσία σε εί• δη (πράγματα).

    Большой русско-греческий словарь > инвентарь

  • 13 краденый

    επ.
    κλεμμένος, κλοπιμαίος•

    -ые вещи κλεμμένα πράγματα.

    ουσ. -ое (αθρ.) κλεμμένα πράγματα•

    скупщик -го αγοραστής κλοπιμαίων.

    Большой русско-греческий словарь > краденый

  • 14 малоговорящий

    επ.
    ασήμαντος, που δε λέει πολλά πράγματα•

    малоговорящий факт γεγονός που δε λέει (μαρτυρά) πολλά πράγματα.

    Большой русско-греческий словарь > малоговорящий

  • 15 небогатый

    επ., βρ: -гат, -а, -ο.
    1. όχι και πλούσιος• εύπορος.
    2. (για πράγματα) όχι και πολυτελής, λίγο πολυτελής.
    3. ανεπαρκής, πενιχρός• περιορισμένος•

    небогатый запас знаний πανι-χρές γνώσεις•

    небогатый выбор περιορισμένη ποικιλία, πενιχρά πράγματα.

    Большой русско-греческий словарь > небогатый

  • 16 ничей

    ничья, ничь αντων.
    1. αρνητ. κανενός δεν είναι, σε κανέναν δεν ανήκει•

    ничьи вещи πράγματα που δεν έχουν νοικοκύρη.

    2. αόρ. κανενός•

    ничьих вещей не трогай μην αγγίζεις τα πράγματα κανενός.

    3. (αθλτ.) ισόπαλος.

    Большой русско-греческий словарь > ничей

  • 17 отыскать

    отыщу, отыщешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отысканный, βρ: -отыскатькан
    -а, -о
    ρ.σ.μ.
    βρίσκω αναζητώντας• ψάχνω, ερευνώ, αναζητώ•

    потерянные вещи ψάχνω να βρω τα χαμένα πράγματα•

    отыскать виновников преступления αναζητώ τους ένοχους του εγκλήματος•

    я -ал мой ко-шелок ψάχνοντας βρήκα το πορτοφόλι μου.

    βρίσκομαι•

    украденные вещи -лись τα κλεμμένα πράγματα βρέθηκαν.

    Большой русско-греческий словарь > отыскать

  • 18 растерять

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. растерянный βρ: -рян, -а, -о
    χάνω (διαδοχικά)•

    растерять деньги χάνω τα χρήματα•

    в дороге -ял все вещи στο δρόμο έχασα όλα τα πράγματα•

    за годы разлуки она -ла всех родных στα χρόνια του χωρισμού αυτή έχασε όλους τους συγγενείς.

    1. χάνομαι•

    все вещи -лись в пути όλα τα πράγματα χάθηκαν στο δρόμο.

    2. τα χάνω, ταράσσομαι, συγχύζομαι•

    я -лся перед лицом опасности τά χασα μπροστά στον κίνδυνο.

    Большой русско-греческий словарь > растерять

  • 19 сложить

    сложу, сложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сложенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. βάζω, ΐοποθετώ με τη σειρά, με τάξη, τακτοποιώ•

    сложить дрова в поленницу θημωνιάζω τα καυσόξυλα•

    сложить вещи в чемодан τακτοποιώ τα πράγματα στη βαλίτσα.

    2. προσθέτω•

    сложить три с шестью προσθέτω το τρία με το έξι•

    сложить два и один προσθέτω δύο και ενα.

    3. συνθέτω, ενώνω• φτιάχνω (από τεμάχια)•

    сложить домик из кубиков φτιάχνω σπιτάκι από κύβους.

    4. χτίζω•

    сложить пчку χτίζω θερμάστρα.

    5. συνθέτω•

    сложить песню συνθέτω τραγούδι•

    сложить стих φτάχνω ποίημα (στ ιχουργώ).

    6. διπλώνω•

    сложить салфетку διπλώνω την πετσέτα του φαγητού.

    || συμπτύσσω, μαζεύω, κλείνω•

    сложить нож κλείνω το σουγιά.

    || συμπτύσσω• σταυρώνω•

    сложить руки на груди σταυρώνω τα χέρια στο στήθος•

    сложить ноги κάθομαι σταυροπόδι-- губы σουφρώνω τα χείλη.

    7. κατεβάζω, αποθέτω•

    сложить ношу с плеч κατεβάζω το φορτίο από τους ώμους.

    || παλ. ακυρώνω, καταργώ, χαρίζω (ποινή, φταίξιμο).
    8. καταθέτω την εντολή• παραδίνω τα καθήκοντα• παραιτούμαι• απαλλάσσομαι από κάτι.
    εκφρ.
    сложить всла – αφήνω τα κουπιά (παύω να κωπηλατώ)•
    сложить голову ή кости – κλίνω (γέρνω) το κεφάλι, αφήνω τα κόκκαλα (πεθαίνω)•
    сложить оружие – καταθέτω το όπλο (παραδίνομαι)•
    сложить руки – σταυρώνω τα χέρια (παύω να δρω)•
    сложа руки сидеть – κάθομαι με σταυρωμένα τα χέρια (δεν κάνω τίποτε).
    1. φτιάχνομαι, γίνομαι. || συγκροτούμαι,., οργανώνομαι (σε ομάδες κ.τ.τ.).
    2. συντίθεμαι.
    3. καθιερώνομαι, ριζώνομαι•

    у меня -лась привычка μου έγινε συνήθεια•

    -лись цены καθιερώθηκαν οι τιμές.

    || παίρνω τροπή, φάση, στροφή•

    обстоятельства -лись благоприятно οι περιστάσεις πήραν ευνοΐκή τροπή.

    4. ωριμάζω, αντρώνομαι. || μτφ. διαμορφώνομαι, διαπλάθομαι•

    характер у него ещё не -лся ο χαρακτήρας του ακόμα δε διαμορφώθηκε.

    || αποκτιέμαι.
    5. συμπτύσσομαι, μαζεύομαι• διπλώνομαι.
    6. συνεισφέρω χρήματα (για κοινήυπόθεση).
    7. μαζεύω τα πράγματα μου (για αναχώρηση).

    Большой русско-греческий словарь > сложить

  • 20 уложить

    уложу, уложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уложенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. ξαπλώνω•

    раненого -ли на кровать τον τραυματία τον ξάπλωσαν στο κρεβάτι•

    уложить кого на траву ξαπλώνω κάποιον στο χορτάρι•

    мать -ла детей спать η μάνα έβαλε τα παιδιά να κοιμηθούν.

    || ρίχνω κάτω, καταβάλλω, καταρρίπτω.
    2. σκοτώνω•

    уложить на месте αφήνω στον τόπο.

    3. τοποθετώ, διευθετώ•

    уложить вещи в чемодан βάζω με τάξη τα πράγματα στη βαλίτσα.

    4. εγκατασταίνω, φτιάχνω•

    уложить рельсовый путь φτιάχνω σιδηροδρομική γραμμή (οδό).

    5. συμπεριλαβαίνω, κάνω να χωρέσει•

    уложить текст в одну страницу συμπεριλαβαίνω το κείμενο σε μια σελίδα.

    || μτφ. εκτελώ, κάνω•

    уложить работу в срок εκτελώ την εργασία εμπρόθεσμα.

    6. καλύπτω, στρώνω•

    уложить пол мозаичной плиткой στρώνω το πάτωμα με μωσαϊκό.

    εκφρ.
    уложить в гроб или в могилу – βάζω στον τάφο (σκοτώνω).
    1. ετοιμάζω τα πράγματα (τα μπαγκάζια) για αναχώρηση.
    2. τοποθετούμαι• πιάνω μέρος, θέση. || μτφ. περιορίζομαι στα καθιερωμένα• τηρώ τα όρια•

    в регламент при выступлении τηρώ τα όρια της ομιλίας.

    || μτφ. χωρώ, μπαίνω•

    уложить в голове, в сознании μπαίνω στο κεφάλι (στο μυαλό), στη συνείδηση•

    уложить в обычные рамки μπαίνω στα συνηθισμένα πλαίσια.

    Большой русско-греческий словарь > уложить

См. также в других словарях:

  • πράγματα — πρά̱γματα , πρᾶγμα deed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πρᾷος τοὺς λόγους, ὀξὺς τὰ πράγματα. — πρᾷος τοὺς λόγους, ὀξὺς τὰ πράγματα. См. Железная рука, но мягкая перчатка …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὡς ἃπας μὲν λόγος ἂν ἀπῇ τὰ πράγματα ματαῖον τε φαίνεται καὶ κεινόν. — См. Не спеши языком, торопись делом …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πρᾶος τοὺς λόγους, ὀξὺς τὰ πράγματα. — См. Твердо в деле, мягко в формах …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • πράγμα — το / πρᾱγμα, ΝΜΑ, και πράμα Ν, και ιων. τ. πρῆχμα και πρῆγμα, Α 1. (σε αντιδιαστολή προς τα πλάσματα τής φαντασίας ή τις λογικές έννοιες) καθετί που υπάρχει, καθετί που έχει αντικειμενική υπόσταση και γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις 2. (σε… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • вещь — ВЕЩ|Ь (1186), И с. 1.Вещь, предмет обихода; собир. имущество: иже и помалоу. имениѥ и б҃аство и ины вещи. въ ˫адра нищихъ ||=въложиша. (χρήματα) ЖФСт XII, 43 43 об.; понѥже отъ родитель даѥмыимъ въ даровъ мѣсто чадомъ. или о сътѩжаныихъ вещии… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… …   Dictionary of Greek

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • κοινόχρηστα — Τα πράγματα που χρησιμοποιούνται από πολλούς, που είναι κοινής χρήσης· χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε μηνιαία βάση από τους ενοίκους μιας πολυκατοικίας αναλογικά και χρησιμοποιείται για την πληρωμή των κοινών εξόδων. (Νομ.) Σύμφωνα με τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»