-
1 громадный
-
2 колоссальный
-
3 огромный
-
4 необходимый
необходимый αναγκαίος, απαραίτητος* \необходимыйые средства τα απαραίτητα μέσα' самые \необходимыйые вещи τα πιο απαραίτητα ( πράγματα)· мне \необходимыйо... έχω ανάγκη από...необъятный απέραντος, τεράστιος* * *αναγκαίος, απαραίτητοςнеобходи́мые сре́дства — τα απαραίτητα μέσα
са́мые необходи́мые ве́щи — τα πιο απαραίτητα (πράγματα)
мне необходи́мо… — έχω ανάγκη από…
-
5 необъятный
απέραντος, τεράστιος -
6 громад | |а
громад | |аж ὁ πελώριος (или ὁ τεράστιος) ὀγκος. -
7 громный
гром||ныйприл πελώριος, τεράστιος, ὑπέρογκος/ ἀπέραντος (обширный)/ κολοσσαίος (колоссальный):\громныйное удовольствие ἡ τεράστια εὐχαρίστηση. -
8 колоссальный
колосс||альныйприл κολοσσιαίος, τεράστιος. -
9 неимоверный
неимоверныйприл ἀπίστευτος, τεράστιος. -
10 огромный
огро́мн||ыйприл τεράστιος, πελώριος:\огромныйая площадь ἡ ἀπέραντη ἐκταση· \огромный талант τό τεράστιο ταλέντο· \огромныйое впечатление ἡ τεράστια ἐντύπωση· \огромныйое большинство ἡ τεράστια πλειοψηφία· \огромныйого роста πανύψηλος. -
11 здоровенный
[ζνταραβιέννυϊ] εκ. τεράστιος -
12 неимоверный
[νιιμαβιέρνυϊ] εκ. απίστευτος, τεράστιος -
13 огромный
[αγκρόμνυΐ] εκ. τεράστιος, πελώριος -
14 здоровенный
[ζνταραβιέννυϊ] επ τεράστιος -
15 неимоверный
[νιιμαβιέρνυϊ] επ απίστευτος, τεράστιος -
16 огромный
[αγκρόμνυϊ] επ τεράστιος, πελώριος -
17 безбрежный
επ., βρ: -жен, -жна, -жноαπέραντος, ατέρμονας, αχανής, ατελεύτητος. || πολύ μεγάλος, απεριόριστος, τεράστιος•-ая скорбь βαρύ πένθος.
-
18 богатство
-а ουδ.1. πλούτος•огромное -τεράστιος πλούτος.
2. μτφ. πλήθος, αφθονία.3. πολυτέλεια. -
19 большущий
επ.(απλ.) τεράστιος, πελώριος, πολύ μεγάλος. -
20 великанский
επ.γιγάντιος, γιγαντιαίος• τεράστιος, πελώριος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τεράστιος — monstrous masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεράστιος — α, ο / τεράστιος, ον, ΝΜΑ πολύ μεγάλος, υπερμεγέθης, ο πολύ μεγάλων διαστάσεων, πελώριος, υπερφυσικός (α. «τεράστια περιουσία» β. «τεράστιο το πρόβλημα τής ρύπανσης τού περιβάλλοντος» γ. «τεράστιον τὸ πρᾱγμα ἐφαίνετο», Λουκιαν. δ. «τεράστιον… … Dictionary of Greek
τεράστιος — α, ο επίρρ. α υπερβολικά μεγάλος, υπερφυσικός, πελώριος: Τεράστιος πλούτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τεραστίως — τεράστιος monstrous adverbial τεράστιος monstrous masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεράστιον — τεράστιος monstrous masc/fem acc sg τεράστιος monstrous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεραστίοις — τεράστιος monstrous masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεραστίου — τεράστιος monstrous masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεραστίους — τεράστιος monstrous masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεραστίων — τεράστιος monstrous masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεραστίῳ — τεράστιος monstrous masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεράστια — τεράστιος monstrous neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)