-
1 συγκαλώ
[σαιζμιρίμαστ'] ουσ θ συμμετρία -
2 созвать
созвать συγκαλώ; \созвать общее собрание συγκαλώ γενική συνέλευση* * *созва́ть о́бщее собра́ние — συγκαλώ γενική συνέλευση
-
3 созвать
созову, созовшь, παρλθ. χρ. созвал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. созванный, βρ: -ван, -а κ. -а, -о ρ.σ.μ.1. (προσ)καλώ•созвать гостей προσκαλώ φιλοξενούμενους•
созвать друзей προσκαλώ τους φίλους.
2. συγκαλώ•созвать парламент συγκαλώ τη Βουλή•
созвать консилиум врачей συγκαλώ συμβούλιο γιατρών.
-
4 собрать
собрать 1) в рази. знач. μαζεύω· \собрать урожай συγκομίζω, σοδιάζω· \собрать вещи μαζεύω τα πράγματα* \собрать коллекцию κάνω συλλογή, συλλέγω 2) (созвать) συγκαλώ, συγκεντρώνω 3) (смонтировать) εφαρμόζω, μαντάρω, συναρμολογώ \собраться 1) (вместе) συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι 2) (приготовиться ) ετοιμάζομαι σκοπεύω (намереваться)' он* * *1) в разн. знач. μαζεύωсобра́ть урожа́й — συγκομίζω, σοδιάζω
собра́ть ве́щи — μαζεύω τα πράγματα
собра́ть колле́кцию — κάνω συλλογή, συλλέγω
2) ( созвать) συγκαλώ, συγκεντρώνω3) ( смонтировать) εφαρμόζω, μοντάρω, συναρμολογώ -
5 созывать
созыватьнесов συγκαλώ:\созывать собрание συγκαλώ συνέλευση. -
6 сзывать
сзыватьнесов προσκαλώ (друзей, гостей и т. п.)/ (συγ)καλώ (совещание, собрание и т. п.):\сзывать парламент συγκαλώ τήν βουλή. -
7 созывать
[*][σαζυβάτΠ ρ. συγκαλώ
См. также в других словарях:
συγκαλώ — συγκαλῶ, έω, ΝΜΑ [καλῶ] καλώ πολλά άτομα συγχρόνως σε ορισμένο χώρο για σύσκεψη και λήψη αποφάσεων (α. «ο πρόεδρος συγκαλεί τα μέλη τού συμβουλίου σε έκτακτη συνεδρίαση» β. «ὁ Κῡρος συνεκάλεσε Περσέων τοὺς πρώτους», Ηρόδ.) αρχ. 1. προσκαλώ… … Dictionary of Greek
συγκαλώ — συγκαλώ, συγκάλεσα βλ. πίν. 76 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συγκαλώ — συγκάλεσα, συγκλήθηκα, συγκαλεσμένος, καλώ πολλούς στο ίδιο μέρος: Ο πρωθυπουργός συγκάλεσε έκτακτο υπουργικό συμβούλιο. – Ο γυμνασιάρχης συγκάλεσε τους καθηγητές σε έκτακτη συνεδρίαση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συγκαλῶ — συγκαλέω call to council pres subj act 1st sg (attic epic doric) συγκαλέω call to council pres ind act 1st sg (attic epic doric) συγκαλέω call to council fut ind act 1st sg (attic epic doric) συγκαλέω call to council pres subj act 1st sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκκλησία — Η αρχική σημασία της λέξης ήταν συνάθροιση του λαού, σύναξη. Ο χριστιανισμός έδωσε στον όρο ειδική σημασία, ώστε ε. να ονομάζεται πλέον το σύνολο των χριστιανών και κατ’ επέκταση οι χριστιανοί που ανήκουν πολιτικά σε ένα κράτος (π.χ. Ε. της… … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
αναμαζώνω — και ανεμαζώνω 1. μαζεύω από εδώ κι από εκεί, περιμαζεύω, περισυλλέγω 2. τακτοποιώ, συγυρίζω 3. αποσπώ, απομακρύνω 4. καλώ, συγκαλώ 5. ψάχνω για κάτι και τό παίρνω στα χέρια μου 6. συγκεντρώνω πράγματα, θησαυρίζω 7. ζαρώνω από τον φόβο μου,… … Dictionary of Greek
αρχαιρεσιάζω — ἀρχαιρεσιάζω (Α) [αρχαιρεσία] 1. κάνω αρχαιρεσίες, συγκαλώ συνέλευση για εκλογή αρχόντων 2. επιδιώκω κάποια αρχή ή αξίωμα … Dictionary of Greek