Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ποτῷ

См. также в других словарях:

  • ποτῶ — ποτάομαι fly hither and thither pres imperat mp 2nd sg ποτάομαι fly hither and thither imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) ποτόν drunk neut gen sg (doric aeolic) ποτός drunk masc/neut gen sg (doric aeolic) πρόσειμι 1 sum pres subj act 1st sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτῷ — ποτόν drunk neut dat sg ποτός drunk masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πότω — πότης drinker masc gen sg (attic epic ionic) πότος drinking bout masc nom/voc/acc dual πότος drinking bout masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πότῳ — πότος drinking bout masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτῶι — ποτῷ , ποτόν drunk neut dat sg ποτῷ , ποτός drunk masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πότωι — πότῳ , πότος drinking bout masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηστοποτώ — νηοτοποτῶ, έω (Α) πίνω κρασί νηστικός, προτού φάω. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῆστις «νηστικός» + ποτῶ (< πότης < πίνω), πρβλ. λαβρο ποτώ, οινο ποτώ] …   Dictionary of Greek

  • κλεψιποτώ — κλεψιποτῶ, έω (Α) εξαπατώ κάποιον στο ποτό, προσποιούμαι ότι πίνω, ενώ πίνω λιγότερο από τον συμπότη μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι + ποτῶ (< ποτος < πότος < πίνω), πρβλ. οινο ποτώ, υδροποτώ. Σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος] …   Dictionary of Greek

  • φαρμακοποτώ — έω, Α πίνω ή καταπίνω φάρμακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + ποτῶ (< πότης < πότης < πίνω), πρβλ. οἰνο ποτῶ …   Dictionary of Greek

  • χειλοποτώ — χειλοποτῶ, έω, ΝΑ πίνω με την άκρη τών χειλιών μου, ροφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖλος + ποτῶ (< πότης < πότης < πίνω), πρβλ. οἰνο ποτῶ] …   Dictionary of Greek

  • питиѥ — ПИТИ|Ѥ (249), ˫А с. 1.Действие по гл. пити в 1 знач.: ˫Ако клирикомъ ˫адени˫а ради и пити˫а не въходити въ кърчьмьница. (χοριν… τοῦ… πίνειν) КЕ XII, 124б; и на мл҃твѹ лѣнивъ изъѡбилѹ˫а въ ˫адении. и въ питьи. СбЯр XIII2, 195 об.; свиныхъ же мѧсъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»