-
1 πολύζυγος
πολύ-ζῠγος, ον, (Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύζυγος
-
2 πολύζυγος
πολύ - ζυγος ( ζυγόν): with many rowers' benches, Il. 2.293†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πολύζυγος
-
3 ζυγόν
Grammatical information: n.Meaning: `yoke' (Il.), also metaph., e. g. of a cross-wood, of the rowing benches connecting the two ship sides, of the tongue of a balance, of a pair, of a row or a rank of soldiers (oppos. στοῖχος), as land measure.Other forms: Hell. mostly - ός m., rarely earlier, s. Schwyzer-Debrunner 37.)Compounds: Often in compp., e. g. πολύ-ζυγος `with many rowing benches', ζυγό-δεσμον `yoke-straps' (Il.), also ζυγη-φόρος `carrying a yoke' (A., analog.-metr. beside ζυγο-φόρος; Schwyzer 439 n. 1).Derivatives: Seberal deriv.: 1. ζύγιον `rowing bench' (hell.). 2. ζυγίσκον meaning unclear (IG 22, 1549, 9, Eleusis, + 300a). 3. ζύγαινα the hammer-headed shark (Epich., Arist.; after the shape of the skull, Strömberg Fischnamen 35). 4. ζυγίς `thyme' (Dsc.; motivation of the name unknown, Strömberg Pflanzennamen 56). 5. ζούγωνερ (= *ζύγωνες) βόες ἐργάται. Λάκωνες H. 6. ζυγίτης name of a rower (sch.; Redard Les noms grecs en - της 44), f. ζυγῖτις Hera as goddess of marriage (Nicom. ap. Phot.; Redard 209). 7. ζυγία `maple' (Thphr.) prop. "yoke-wood" (s. Strömberg Theophrastea 114), because the hard maple was mainly used to make yokes (so even now in southern Italy), Rohlfs WB VI and 86; also Rohlfs ByzZ 37, 57, Dawkins JournofHellStud. 56, 1f.; diff. Strömberg Pflanzennamen 56 (after the pairwise attached fruits). 8. ζύγαστρον `wooden cist, chest' s.v. σίγιστρον - Adject. 9. ζύγιος `belonging to the yoke etc.' (Att. etc.; also as nautical expression, s. Morrison Class. Quart. 41, 128ff.). 10. ζύγιμος `id.' (Plb.; s. Arbenz Die Adj. auf - ιμος 94). 11. ζυγικός `belonging to the tongue of a balance' (Nicom. Harm.). Adv. ζυγ-άδην (Ph.), ζυγ-ηδόν (Hld.) `pairwise'. - Denomin. verbs: 1. ζυγόω `yoke, connect (through a cross-wood), shut, hold the balance' (A., hell.) with ζύγωμα `bar, cross-rod' (Plb.), ζύγωσις `balancing' (hell.), *ζύγωθρον in the denomin. aor. ipv. ζυγώθρισον (Ar. Nu. 745; meaning uncertain, `weigh' or `shut'?). 2. ζυγέω `form a row or rank' (Plb.). - Beside ζυγόν as 2. member the verbal root - ζυξ, e. g. ἄ-ζυξ `unconnected, unmarried', ὁμό-, σύ-ζυξ `yoked together, connected' (also ἄ-, ὁμό-, σύ-ζυγος), s. Chantraine REGr. 59-60, 231f.Etymology: Old name of a device, retained in most IE languages, e. g. Hitt. iugan, Skt. yugám, Lat. iugum, Germ., e. g. Goth. juk, IE *i̯ugóm; more forms Pok. 509f., W.-Hofmann and Ernout-Meillet s. iugum. - The root noun - ζυξ also in Lat. con-iux `spouse', Skt. a-yúj- `not forming a pair, uneven' (formally = ἄ-ζυξ except the accent), sa-yúj- `connected, companion' a. o. - Cf. ζεύγνυμι and ζεῦγος. Rix, Hist. Gramm. 60, 70 suggests Hi̯-, which is still uncertain.Page in Frisk: 1,615-616Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ζυγόν
См. также в других словарях:
ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… … Dictionary of Greek
υψίζυγος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. (για κωπηλάτη) αυτός που κάθεται ψηλά στα εδώλια τής κωπηλασίας 2. (για τον Δία) μτφ. αυτός που έχει τον θρόνο του ψηλά, που κυβερνά από ψηλά («Ζεὺς δὲ σφι Κρονίδης ὑψίζυγος, αἰθέρι ναίων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά»… … Dictionary of Greek
νεόζυγος — νεόζυγος, ον (Α) νεοζυγής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ζυγός), πρβλ. πολύ ζυγος] … Dictionary of Greek
μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
ρολόι — Όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του χρόνου. Όλες οι μέθοδοι για τη μέτρηση του χρόνου βασίζονται στη χρησιμοποίηση κάποιας κανονικής κίνησης με την οποία η διαφορά χρόνου μετατρέπεται σε διαφορά διαστήματος που διακρίνεται εύκολα. Το… … Dictionary of Greek
ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… … Dictionary of Greek
πιάνο — Μουσικό όργανο, ο ήχος του οποίου παράγεται από το χτύπημα των μεταλλικών χορδών με μικρά σφυριά συνδεμένα με μια σειρά από πλήκτρα. Εμφανίστηκε στην ιστορία της μουσικής κατά τις αρχές του 18ου αι. ως τελευταία μεταμόρφωση του κλαβίχορδου και… … Dictionary of Greek
πολύζυγος — η, ο / πολύζυγος, ον, ΝΑ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πολύζυγο (γυμναστ.) όργανο τής ενόργανης γυμναστικής αποτελούμενο από δύο κατακόρυφες παραστάδες ύψους τριών μέτρων που συνδέονται μεταξύ τους με είκοσι οριζόντιους ζυγούς, το οποίο… … Dictionary of Greek