Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ποικίλματα

См. также в других словарях:

  • ποικίλματα — ποίκιλμα broidered stuff neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Узоры —    • Ποικίλματα,          (художественная роспись потолка и карнизов) ποικιλίαι, см. Domus, Дом, 4 …   Реальный словарь классических древностей

  • ποικίλματ' — ποικίλματα , ποίκιλμα broidered stuff neut nom/voc/acc pl ποικίλματι , ποίκιλμα broidered stuff neut dat sg ποικίλματε , ποίκιλμα broidered stuff neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… …   Dictionary of Greek

  • έπιπλο — Κινητή ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή ποικίλων χρήσεων. Η ιστορία των ε. είναι τόσο παλιά όσο σχεδόν ο κόσμος. Αν όμως το έ. εξεταστεί όχι μόνο από την πλευρά της χρησιμότητας αλλά και του διακοσμητικού χαρακτήρα του, η πραγματική ιστορική αρχή του …   Dictionary of Greek

  • CENCHRI — Graece Κέγχροι, et in vestibus et in vasis, positi occurrunt. In vestibus rotundi sunt clavi et macularum formae orbiculares, quibus vestes intertexi atque distingui mos. Athenaeus, l. 12. Ι῎δοι δ᾿ ἄν τις, φηςὶ καὶ τὰς καλουμένας ἀκταίας, ὅπερ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • MILIUM — I. MILIUM locus in Urbe Constantinopoli, vide supra, Miliarii Agitatores. II. MILIUM omnium frugum fertilissimum, quippe ex cuius uno grano terni sextarii gignuntur, Plin l. 18. c. 7. in Campania potissimum crescit, quae candidam ex eo pultem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PARDI Maculae — Ierem. c. 13. v. 23. Graecis ποικίλματα, item σφραγῖδες, Chaldaeo scuta operis Phrygionici dicuntur: eô sensu, quô scutula vocamus segmenta in vestibus et maculas in equis; unde scutulatae vestes, et scutulati equi, apud Plin. l. 8. c. 48.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PLUMATUM Babylonicum — apud Publ. Syrum, ubi de pavone ait, Plumato amictus aureo Babylonico, quibusdam idem est cum purpureo. Quia in Periplo Arrianus purpurae meminit, ex Apologo Babylonis urbe, ad Euphratis ostium. Et τὸν Βαβυλώνιον κόκκον laudat Philostratus, Ep.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έμβλημα — Όρος που στην αρχαιότητα σήμαινε τα χρυσά, αργυρά ή χάλκινα διακοσμητικά σχέδια που έφεραν τα μεταλλικά αγγεία ή τα διάφορα άλλα μεταλλικά αντικείμενα, όπως όπλα κλπ. Επίσης ο όρος αφορούσε τα διάφορα ξύλινα ποικίλματα που προσαρμόζονταν στην… …   Dictionary of Greek

  • αμυκλάδες — αι αρχ. γνωστά σ ολόκληρο τον αρχαίο κόσμο ανδρικά παπούτσια πολυτελείας, που κατασκευάζονταν στις Αμύκλες τής Λακωνικής. Οι αμυκλάδες ή αμυκλαΐδες ήταν διακοσμημένες με μεταλλικά ποικίλματα και διακρίνονταν από το έντονο κόκκινο χρώμα τους. Τίς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»