-
1 ανέκυψα
-
2 ἀνέκυψα
-
3 ανακυπτω
Arph. тж. ἀγκύπτω1) подниматься над поверхностью, высовываться(ἐκ τῆς θαλάσσης, μέχρι τοῦ αὐχένος Plat.)
ἀνακύψαι εἴς τι Plat. — подняться до чего-л.2) (высоко) поднимать голову(ἐλευθερωθεὴς ἀνέκυψε, sc. ὅ δῆμος Her.; πρὸς τὸν Δία Eur.; ἵππος ἀνακεκυφώς Xen.)
θεώμενός τι ἀνακύπτων Plat. — заглядевшийся на что-л. закинувши голову3) возникать, появляться, обнаруживаться(παρά τινι Arph. и ἔν τινι Plut.)
ᾔδη ὅτι ἐξ αὐτῶν καλόν τι ἀνακύψοι Plat. — я предвидел, что из этого выйдет нечто хорошее4) выходить из трудного положения, приходить в себя, оправлятьсяἀνέκυψα ἀκούσας, ὅτι … Xen. — я воспрянул духом, услышав, что …;
τὰ τῶν Καρχηδονίων ἀνέκυψε Polyb. — дела карфагенян поправились -
4 ανακύπτω
(αόρ. ανέκυψα) αμετ.1) показываться, высовываться; высовывать голову; 2) возникать, появляться, вставить; 3) оправиться, опомниться, прийти в себя -
5 ἀνακύπτω
A , Pl.Euthd. 302a;- ψω Luc. DMar.3.1
: [tense] aor.ἀνέκυψα Hdt.5.91
, etc.: [tense] pf. , X. Eq.7.10:—lift up the head, Thphr.Char.11.3; ἀνακεκυφώς with the head high, of a horse, X. l. c.; κἀγκύψας (for καὶ ἀνακύψας) ἔχε and keep your head up, Ar.Th. 236; throwing his head back,Pl.
R. 529b;ἀνακύψατε καὶ ἐπάρατε τὰς κεφαλάς Ev.Luc.21.28
; esp. in drinking, Arist.HA 613a13, cf. E. l. c.;ἐπικύπτειν καὶ ἀ. Gal.6.146
.II come up out of the water, pop up, Ar.Ra. 1063; ; ἀ. μέχρι τοῦ αὐχένος, opp. καταδῦναι, Id.Tht. 171d, cf. Phdr. 249c.b metaph., emerge, crop up,ὅτι ἐξ αὐτῶν καλόν τι ἀνακύψοιτο Id.Euthd. 302a
;αἱ -κύπτουσαι χρεῖαι Ascl.Tact.11.7
, cf. Ath.1.25e, Cod.Just.1.2.17.c of persons, rise out of difficulties, breathe again, Hdt.5.91, X.Oec.11.5;τὰ τῶν Καρχηδονίων ἀνέκυψε Plb.1.55.1
, cf. D.Chr.13.35;ἀπὸ τῶν μυχῶν τοῦ σώματος Porph.Marc.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνακύπτω
-
6 ἀνακύπτω
ἀνακύπτω 1 aor. ἀνέκυψα, impv. ἀνάκυψον, inf. ἀνακύψαι (also-ῦψαι; s. PKatz-Walters, The Text of the Septuagint, ’73, 97)① to raise oneself up to an erect position, stand erect, straighten oneself, lit. (opp. κύπτω ‘bend forward, stoop’; X., De Re Equ. 7, 10 et al.; Sus 35; Jos., Ant. 19, 346) J 8:7, 10. Of a body bent by disease μὴ δυναμένη ἀνακύψαι Lk 13:11 (medical t.t., acc. to Hobart 20ff, but s. Cadbury, Style 44f).② to take heart in expectation of deliverance, stand tall, fig. (as Hdt. 5, 91; X., Oec. 11, 5; Diod S 14, 9, 3 ἀ. ταῖς ἐλπίσιν; UPZ 70, 23 [152/151 B.C.] ἀ. ὑπὸ τῆς αἰσχύνης; Job 10:15; Philo, In Flacc. 160; Jos., Bell. 6, 401) Lk 21:28 (w. ἐπαίρειν τὴν κεφαλήν).—DELG s.v. κύπτω. M-M.
См. также в других словарях:
ἀνέκυψα — ἀνακύπτω lift up the head aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανακύπτω — ανακύπτω, ανέκυψα βλ. πίν. 11 Σημειώσεις: ανακύπτω : κυρίως στο γ πρόσ. ενικού και πληθυντικού, με την έννοια → εμφανίζεται, προκύπτει (κατά τη συζήτηση ανέκυψαν νέα προβλήματα) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής