Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀνέκυψα

См. также в других словарях:

  • ἀνέκυψα — ἀνακύπτω lift up the head aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανακύπτω — ανακύπτω, ανέκυψα βλ. πίν. 11 Σημειώσεις: ανακύπτω : κυρίως στο γ πρόσ. ενικού και πληθυντικού, με την έννοια → εμφανίζεται, προκύπτει (κατά τη συζήτηση ανέκυψαν νέα προβλήματα) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»